αὐτημερόν

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

Ion. for αὐθημερόν, Hdt.2.122.

French (Bailly abrégé)

ion. c. αὐθημερόν.

Spanish (DGE)

v. αὐθημερόν.

Greek Monolingual

αὐτημερόν επίρρ. (Α)
αυθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν].