αυθημερόν

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

(AM αὐθημερόν, Α και αὐθήμερα και αὐτημερόν, ιων. τ.) αυθήμερος
μέσα στην ίδια μέρα, μονομερίς.