αὐτημερόν

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτημερόν Medium diacritics: αὐτημερόν Low diacritics: αυτημερόν Capitals: ΑΥΤΗΜΕΡΟΝ
Transliteration A: autēmerón Transliteration B: autēmeron Transliteration C: aftimeron Beta Code: au)thmero/n

English (LSJ)

Ion. for αὐθημερόν, Hdt.2.122.

Spanish (DGE)

v. αὐθημερόν.

French (Bailly abrégé)

ion. c. αὐθημερόν.

Greek Monolingual

αὐτημερόν επίρρ. (Α)
αυθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν].

Greek Monotonic

αὐτημερόν: Ιων. αντί αὐθ-ημερόν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτημερόν: adv. ион. Her. = αὐθημερόν и αὐτῆμαρ.

German (Pape)

ion. statt αὐθημερόν, Her. 2.122.