Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Menander, Monostichoi, 353Greek (Liddell-Scott)
δεῖος: τό, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δέος (ὡς κλεῖος ἀντὶ τοῦ κλέος), χλωροὶ ὑπαὶ δείους Ἰλ. Ο. 4.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
épq.
c. δέος.