λινοθήρας

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who uses nets or snares, AP7.172tit.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, der Jäger mit den Netzen od. Garnen, in der Ueberschrift des Epigr. Ant. Sid. 105 (VII, 172).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων διὰ θηρευτικῶν δικτύων, Ἀνθ. Π. 7. 172.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur au filet.
Étymologie: λίνον, θηράω.

Greek Monolingual

λινοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά με λινά δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο-θήρας, χρυσο-θήρας].