λευκότριχος
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λευκότριχος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. λευκόθριξ.
Greek Monolingual
-η, -ο και λευκόθριξ, -τριχος, ο, η (AM λευκότριχος, -ον και λευκόθριξ)
αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης.
λευκότριχος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. λευκόθριξ.
-η, -ο και λευκόθριξ, -τριχος, ο, η (AM λευκότριχος, -ον και λευκόθριξ)
αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης.