ξυλουργία
English (LSJ)
ἡ,
A working of wood, carpentry, A.Pr.451, IG12.347.35.
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, Bearbeitung des Holzes, Aesch. Prom. 449.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλουργία: ἡ, ἡ τοῦ ξύλου ἐργασία, τεκτονική, ξυλουργική, Αἰσχύλ. Πρ. 451.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de travailler le bois, profession de menuisier, etc.
Étymologie: ξυλουργέω.
Greek Monolingual
η (Α ξυλουργία) ξυλουργός
η τέχνη της κατεργασίας του ξύλου, ξυλουργική.