ξυλουργία

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ,

   A working of wood, carpentry, A.Pr.451, IG12.347.35.

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, Bearbeitung des Holzes, Aesch. Prom. 449.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργία: ἡ, ἡ τοῦ ξύλου ἐργασία, τεκτονική, ξυλουργική, Αἰσχύλ. Πρ. 451.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de travailler le bois, profession de menuisier, etc.
Étymologie: ξυλουργέω.

Greek Monolingual

η (Α ξυλουργία) ξυλουργός
η τέχνη της κατεργασίας του ξύλου, ξυλουργική.