ὀξυλάλος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bavarde vivement.
Étymologie: ὀξύς, λαλέω.
Greek Monolingual
ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].