λαλέω

English (LSJ)

A talk, chat, prattle, ἕπου καὶ μὴ λάλει Ar.Ec.1058, cf. V.1135; ἡ μὲν χελιδὼν τὸ θέρος… λαλεῖ Philem.208; λαλεῖς… ἀμελήσας ἀποκρίνασθαι Pl.Euthd.287d: c. dat., talk to one, λαλῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς σεαυτῷ Ar.Eq.348; αὑτοῖς Philem.11; πρὸς αὑτούς Alex.9.10; λ. περί τινος Pherecr.2, Ar.Lys.627; ὑπέρ τινος Posidipp.26.3; opp. λέγω, λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Eup.95; λαλῶν μὲν... λέγων δέ… D.21.118 (s.v.l.); λαλεῖν τι ἡμῖν ὅπως ἂν ἡμᾶς ὕπνος λάβῃ Thphr. Char.7.10: hence,
b generally, talk, speak, S.Ph.110 (v.l.for λακεῖν); καινὴν διάλεκτον λ. Antiph.171; Ἀττικιστὶ λ. Alex.195.4. c. metaph., ζωγραφία λαλοῦσα (of poetry), opp. ποίησις σιωπῶσα (of painting), Simon. ap.Plu.2.346f.
2 talk of, τινα Alciphr.Fr.5.2; ἀλλήλαις λαλέουσι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Theoc.27.58; ἅμαξαν Stoic.2.92:—Pass., πρᾶγμα κατ' ἀγορὰν λαλούμενον Ar.Th.578.
3 in later writers, = λέγω, speak, λαλεῖ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου Arist.Pr.899a1: freq. in LXX, Ge.12.4, al.; βασιλέως ἐναντίον Ezek.Exag.118; πρός τινα Act.Ap.3.22, cf. Luc.Vit.Auct.3, etc.; περὶ τῆς λέξεως Phld.Po.5.32, cf. Rh.1.189 S., al.; χειρσὶν ἅπαντα λαλήσας, of a pantomime, IG14.2124: abs., εἴ τι μὴ λίθος, τοὔργον, ἐρεῖς, λαλήσει Herod.4.33, cf. 6.61; ἐλάλησεν ὁ κωφός Ev.Matt.9.33:—Pass., λαληθήσεταί σοι ὅ τι σε δεῖ ποιεῖν it shall be told thee... Act.Ap.9.6.
II chatter, opp. articulate speech, as of locusts, chirp, Theoc.5.34; μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ (sc. εἰμί), a very grasshopper to chirp at midday, Aristopho 10.6; ἀνθρωπίνως λ. Strato Com.1.46.
III of musical sounds, αὐλῷ λαλέω Theoc.20.29; of trees, v.supr.1.2; δι'[αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος] λ. Arist. Aud.801a29; of Echo, D.C.74.14: also c.acc. cogn., μάγαδιν λαλεῖν sound the μάγαδις, Anaxandr.35.

German (Pape)

[Seite 9] (lallen) viel reden, schwatzen, auch von unarticulirtem, undeutlichem Schreien, B. A. 51 erkl. φλυαρεῖν, u. Plut. sagt von den Affen λαλοῦσι μὲν γὰρ οὗτοι, οὐ φράζουσι δέ, plac. philos. 5, 20; Alcib. 13 λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν, aus Eupol.; doch tritt diese Nebenbdtg auch so zurück, daß es bes. bei Dichtern dem λέγειν nahe steht, »sprechen«, die bloße Thätigkeit des Mundes u. der Zunge bedeutend, Soph. Phil. 110; Ar. Thesm. 267 Ran. 761 u. öfter; vom Kinde, λαλῆσαι οὔπω δυνάμενον ἃ πάσχει Plat. Ax. 366 d; Sp., ἀφωνίη καὶ πέντε ὅλων ἐτέων λαλέειν μηδέν Luc. Vit. auct. 3; τινί, mit Einem sprechen, Ar. Eccl. 16 Equ. 348; Pol. 30, 1, 6 u. öfter. – Bei den Dichtern auch wie λαλαγέω, von den Vögeln, Mosch. 3, 47; ἀκρίδες, Theocr. 5, 34 (λαλεῦμες, 15, 92, öfter, nur im praes.). – Von Instrumenten, μάγαδιν λαλήσω, Anaxandr. bei Ath. IV, 182 d; αὐλῷ Theocr. 20, 29; geradezu = singen, Mosch. 3, 113. – Vom Wiederhall, D. Cass. 74, 21.

French (Bailly abrégé)

λαλῶ :
1 prononcer des sons inarticulés en parl. d'animaux, de sons, de musique;
2 babiller, bavarder;
3 p. ext. parler : λαλεῖν τι, dire qch ; fig. ζωγραφία λαλοῦσα PLUT peinture parlante.
Étymologie: λάλος.

Russian (Dvoretsky)

λᾰλέω:
1 (тж. λ. εἰς τὸν ἀέρα NT) говорить зря, болтать, молоть языком: λαλεῖς ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Plat. ты болтаешь пустяки, вместо того, чтобы (точнее не желая) отвечать; ἕπου καὶ μὴ λάλει Arph. следуй (за мной) и не болтай, т. е. без лишних разговоров;
2 говорить, владеть речью (λαλεῖ οὐδὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου Arst.; ἐλάλησεν ὁ κωφός NT): ζωγραφία λαλοῦσα Plut. (поэзия есть) говорящая живопись;
3 говорить, рассказывать, беседовать (τί τινι, τινι περί τινος Arph., τι πρός τινα, τι μετά τινος, εἴς τινα περί τινος, τινι NT): πρᾶγμα κατ᾽ ἀγορὰν λαλούμενον Arph. вещь, ставшая предметом различных толков; στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι NT побеседовать лично;
4 издавать нечленораздельные звуки, т. е. мычать, щебетать, стрекотать и т. п. (λαλοῦσι μὲν οἱ πίθηκοι, φράζουσι δὲ οὔ Plut.);
5 издавать музыкальные звуки, играть (ἐν αὐλῷ Theocr.; διὰ σάλπιγγος Arst.);
6 изрекать, произносить (ῥήματα, βλασφημίας NT);
7 возвещать (τὸ εὐαγγέλιον πρός τινα NT).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλέω: μέλλ. ήσω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξ. λάλος, λάλη, λαλάζω, λαλιά, λάλαξ, λαλαγή, λαλαγέω, πρβλ. Λατ. lall-are, Γερμ. lall-en, Ἀγγλ. lull, lull-aby, Loll-ard. - Πάντα ταῦτα φαίνοντα προελθόντα ἐξ ὀνοματοποιΐας). Ὁμιλῶ, λέγω (πολλά), φλυαρῶ, Σοφ. Ἀποσπ. 667, Ἀριστοφ., κτλ.· ἕπου καὶ μὴ λάλει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058, πρβλ. Σφ. 1135· λαλεῖς... ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 287D· λ. τινι, ὁμιλῶ πρός τινα, λαλῶν ἐν ὁδοῖς σεαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 348, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀπόλιδι» 1· λαλεῖν τι καὶ ληρεῖν πρὸς αὑτοὺς ἡδέως Ἄλεξ. ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 10· λαλεῖν περί τινος Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2, Ἀριστοφ. Λυσ. 627· ὑπέρ τινος Ποσείδ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 3· - ἀντίθ. τῷ λέγω, ὡς, λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8· λαλῶν μέν..., λέγων δέ..., Δημ. 553. 5 (ἂν ἡ γραφὴ ὀρθή)· πάππα, λαλεῖν τι ἡμῖν ὅπως ἂν ἡμᾶς ὕπνος λάβῃ Θεοφρ. Χαρακτῆρ. 7· - καὶ οὕτω, β) καθόλου, ὁμιλῶ, λέγω, διηγοῦμαι, Σοφ. Φιλ. 110· καινὴν διάλεκτον λ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὀβρίμῳ» 1· Ἀττικιστὶ λ. Ἄλεξ. ἐν «Πρωτοπόρῳ» 1. γ) μεταφ., ζωγραφία λαλοῦσα (ἐπὶ ποιήσεως), ἀντίθετ. τῷ ποίησις σιωπῶσα (ἐπὶ ζωγραφίας), Σιμων. παρὰ Πλουτ. 2. 346F. 2) ὁμιλῶ περί τινος, τινα Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 2· ἀλλάλαις λαλέοντι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Θεόκρ. 27. 57. - Παθ., πρᾶγμα κατ’ ἀγορὰν λαλούμενον Ἀριστοφ. Θεσμ. 578. 3) παρὰ μεταγενεστ. ἀκριβῶς ὡς τὸ λέγω, λαλεῖ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου Ἀριστ. Προβλ. 11. 1· πρός τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 22, πρβλ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 3, κτλ.· ἀπολ., ἐλάλησεν ὁ κωφὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 33. - Παθ., λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν, θά σοι λεχθῇ..., Πράξ. Ἀποστόλ. θ΄, 6. ΙΙ. ἐνίοτε τίθεται ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν ζῴων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔναρθρον λόγον ὡς ἐπὶ πιθήκων, λαλοῦσι μὲν οὗτοι, φράζουσι δὲ οὔ Πλούτ. 2. 909Α· οὕτως ἐπὶ ἀκρίδων, καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι Θεόκρ. 5. 34· οὕτω, μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ (ἐξυπακ. εἰμί) Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 6· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, ᾄδω, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 114· - ὡσαύτως, ἀνθρωπίνως λ. Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 46. ΙΙΙ. ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἐν αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος λ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 19· ἐπὶ τῆς ἠχοῦς Δίων Κ. 74. 14· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν, θά σοι λαλήσω, παίξω αὐλὸν κτλ., Ἀναξανδρ. ἐν «Ὁπλομάχῳ» 1.

Spanish

hablar

English (Abbott-Smith)

λαλέω, -ῶ, [in LXX chiefly for דּבר pi., also for אמר, etc.;]
1.to utter: of inanimate things, Re 4:1 10:4; metaph., He 11:4 12:24.
2.to talk, speak, say: absol., Mt 9:33 12:46, Mk 5:35, Lk 8:49; seq. ὡς, I Co 13:11, Re 13:11; εἰς, I Co 14:9; ἐκ, Mt 12:34; c. acc. rei, Mt 10:19, Mk 11:32, Jo 8:30, al.; c. dat. pers., Mt 12:46, Lk 24:6, Ro 7:1, al.; c. acc. rei et dat. pers., Mt 9:18, Jo 10:6, al.; c. prep., πρός, μετά, περί, Mk 6:50, Lk 1:19 2:33, al.; ἐν, ἐξ, ἀπό, Mt 13:3, Jo 12:49 14:10, al.; λ. τ. λόγον, Mk 8:32, al.; seq. orat. dir. (not cl.), Mk 14:31, He 5:5 11:18; Hebraistically (Dalman, Words, 25f.), ἐλάλησε λέγων, Mt 14:27, Jo 8:12, Ac 8:26, al. SYN.: v.s. λέγω.

English (Strong)

a prolonged form of an otherwise obsolete verb; to talk, i.e. utter words: preach, say, speak (after), talk, tell, utter. Compare λέγω.

English (Thayer)

λαλῶ; imperfect 3rd person singular ἐλάλει, plural ἐλάλουν; future λαλήσω; 1st aorist ἐλάλησα; perfect λελάληκα; passive, present λαλοῦμαι; perfect λελάλημαι; 1st aorist ἐλαλήθην; 1future λαληθήσομαι: (from Sophocles down); found in Biblical Greek much more frequent than in secular authors, in the Sept. times without number for דִּבֵּר or דִּבֶּר, more rarely for אָמַר; properly, to utter a sound (cf. (onomatop. Lamentations - Lamentations, etc.) German lallen), to emit a voice make oneself heard; hence to utter or form words with the mouth, to speak, having reference to the sound and pronunciation of the words and in general the form of what is uttered. while λεγο refers to the meaning and substance of what is spoken; hence λαλεῖν is employed not only of men, especially when chatting and prattling, but also of animals (of birds, Mosch. 3,47; of locusts, Theocritus, 5,34; λαλοῦσι μέν, οὐ φραζουσι δέ, of dogs and apes, Plutarch, mor. ii., p. 909a.), and so of inanimate things (as trees, Theocritus, 27,56 (57); of an echo, Dio C. 74,21, 14). Accordingly, everything λεγόμενον is also λαλούμενον, but not everything λαλούμενον is also λεγόμενον (Eupolis in Plutarch, Alc. 13 λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατωτατος λέγειν); (the difference between the words is evident where they occur in proximity, e. g. ὅσα ὁ νόμος λέγει, τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ, and the very common ἐλάλησεν ... λέγων, λαλεῖν, to utter oneself, enables us easily to understand its very frequent use in the sacred writers to denote the utterances by which G o d indicates or gives proof of his mind and will, whether immediately or through the instrumentality of his messengers and heralds. (Perhaps this use may account in part for the fact that, though in classic Greek λαλεῖν is the term for light and familiar speech, and so assumes readily a disparaging notion: in Biblical Greek it is nearly ff not quite free from any such suggestion.) Cf. Day. Schulz die Geistesgaben der ersten Christen, p. 94ff; Tittmann de Synonymis N.T., p. 79f; Trench, Synonyms, § lxxvi.; (and on classical usage Schmidt, Syn. 1:1). But let us look at the N.T. usage in detail:
1. to utter a voice, emit a sound: of things inanimate, as βρονταί, τάς ἑαυτῶν φωνάς added, each thunder uttered its particular voice (the force and meaning of which the prophet understood, cf. σάλπιγγος λαλούσης μετ' ἐμοῦ, λέγων ( λέγουσα) followed by direct discourse to crave the pardon of sins, to call for vengeance (see κράζω, 1at the end), λαλεῖ; (G L T Tr WH; the λαλεῖται must be taken as passive, in the exceptional sense to be talked of, lauded; see below, 5 at the end (πρᾶγμα κατ' ἀγοράν λαλούμενον, Aristophanes Thesm. 578, cf. πάντες αὐτήν λαλοῦσιν, Alciphro fragment 5, ii., p. 222,10 edition Wagner)).
2. to speak, i. e. to use the tongue or the faculty of speech; to utter articulate sounds: absolutely τούς (T Tr WH omit)) ἀλάλους λαλεῖν, ἐλάλει ὀρθῶς, Prayer of Manasseh, μή δυνάμενος λαλῆσαι, στόμα ἔχουσι καί οὐ λαλήσουσι, to speak, i. e. not to be silent, opposed to holding one's peace, λαλεῖ καί μή σιωπήσῃς, ποιεῖν (as λόγος to ἔργον which see 3), to talk; of the sound and outward form of speech: τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ, ἑτέραις καιναῖς γλώσσαις, Tr text WH text omit καιναῖς), from which the simple γλώσσαις λαλεῖν, and the like, are to be distinguished, see γλῶσσα, 2.
4. to utter, tell: with the accusative of the thing, to use words in order to declare one's mind and disclose one's thoughts; to speak: absolutely, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, κακῶς, καλῶς, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς δράκων, στόμα πρός στόμα, face to face (German mündlich), εἰς ἀέρα λαλεῖν, ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τό στωμα λαλεῖ, out of the abundance of the heart the mouth speaketh, namely, so that it expresses the soul's thoughts, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖν, to utter words in accordance with one's inner character, τί λαλήσω, λαλήσητε, etc., what I shall utter in speech, etc., T Tr WH ἀποκριθῇ); τί, anything, L T Tr text WH; οὐκ οἴδαμεν τί λαλεῖ, what he says, i. e. what the words uttered by him mean (WH brackets τί λαλεῖ), ταῦτα, these words, τό λαλούμενον, τόν λόγον λαλούμενον, Buttmann, 302 (259) note); λόγους, ῤήματα, παραβολήν, βλασφημίας, L T Tr WH βλασφημεῖ); ῤήματα βλάσφημα εἰς τινα, ῤήματα ( adds βλάσφημα) κατά τίνος, σκληρά κατά τίνος, ὑπέρογκα, Theod.) τά μή δέοντα, ἅ μή θέμις, εἰς τινα τά μή καθήκοντα, Winer's Grammar, 480 (448))); διεστραμμένα, τό ψεῦδος, δόλον, ἀγαθά, σοφίαν, μυστήρια; ὅτι (equivalent to περί τούτου, ὅτι etc. to speak of this, viz. that they knew him (see ὅτι, I:2 under the end)), L text T Tr WH; ἐλάλησε λέγων (in imitation of Hebrew לֵאמֹר יְדַבֵּר (cf. above (at the beginning))), followed by direct discourse: λαλοῦσα καί λέγουσα, λαλῶ with the dative of person to speak to one, address him (especially of teachers): to speak to, i. e. converse with, one (cf. Buttmann, § 133,1): WH marginal reading only); ἑαυτοῖς (the dative of person) ψαλμοῖς καί ὕμνοις (dative of instrument), οὐ λαλεῖν τίνι is used of one who does not answer, to accost one, λαλῶ τί τίνι, to speak anything to anyone, to speak to one about a thing (of teaching): ἀρχή, 1b.); ῤήματα, οἰκοδομήν καί παράκλησιν, things which tend to edify and comfort the soul, promulgating a thing to one, τόν νόμον, passive λαλῶ πρός τινα, to speak unto one: L marginal reading T WH); R G), 26,31; אֶל דִּבֵּר, λόγους πρός τινα, ἐλάλησαν πρός αὐτούς ἀυαγγελιζόμενοι ... Ἰησοῦν, ὅσα ἄν λαλήσῃ πρός ὑμᾶς, σοφίαν ἐν τισίν, wisdom among etc. λαλεῖν μετά τίνος, to speak, converse, with one (cf. Buttmann, § 133,3): λαλεῖν ἀλήθειαν μετά etc. to show oneself a lover of truth in conversation with others, λαλεῖν περί τίνος, concerning a person or thing: τίνι, dative of person, added, τί περί τίνος, εἰς τινα περί τίνος (the genitive of the thing), to speak something as respects a person concerning a thing, R G; εἰς τινα περί with the genitive of person, ibid. L T Tr WH. Many of the examples already cited show that λαλεῖν is frequently used in the N.T. of teachers, — of Jesus, the apostles, and others. To those passages may be added, παρρησία added, ἐπί ὀνόματι Ἰησοῦ, ἐπί, B. 2a. β.; τῷ ὀνόματι κυρίου (where L T Tr WH prefix ἐν), of the prophets, ὄνομα, 2f.); τίνι (to one) ἐν παραβολαῖς, ἐν παροιμίαις, ἐξ ἐμαυτοῦ, to speak from myself (i. e. utter what I myself have thought out), ἀπ' ἐμαυτοῦ (see ἀπό, II:2d. aa., p. 59{a}), ἐκ τῆς γῆς (see ἐκ, II:2 under the end), ἐκ τοῦ κόσμου, κόσμος, 6); ἐκ Θεοῦ, prompted by divine influence, λαλεῖν, τόν λόγον, to announce or preach the word of God or the doctrine of salvation: T WH marginal reading followed by εἰς τήν Πέργην; see εἰς, A. I:5b.); τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, τίνι τόν λόγον, παραβολαῖς added, τίνι τόν λόγον τοῦ κυρίου (WH text Θεοῦ), τίνι τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, τά ῤήματα τοῦ Θεοῦ, τά ῤήματα τῆς ζωῆς, πρός τινα τό εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, λαλεῖν καί διδάσκειν τά περί τοῦ Ἰησοῦ (R G κυρίου), τό μυστήριον τοῦ Χριστοῦ, λαλεῖν is used of the O. T. prophets uttering their predictions: Buttmann, § 144,20, and p. 301 (258)); λαλεῖν ἐν τίνι: διά στόματος τίνος, διά Ἠσαΐου, λαλήσειν what it will teach the apostles, ὁ νόμος as a manifestation of God is said λαλεῖν τίνι what it commands, λαλεῖν, R G); to make known by speaking, to speak of, relate, with the implied idea of extolling: (see 1at the end above)).
6. Since λαλεῖν, strictly denotes the act of one who utters words with the living voice, when writers speak of themselves or are spoken of by others as λαλοῦντες, they are conceived of as present and addressing their readers with the living voice, λαλεῖν is used in the sense of commanding, λαλεῖν is not found in the Epistles to Galatians and 2Thessalonians. (Compare: διαλαλέω, ἐκλαλέω, καταλαλέω, προσλαλέω, συλλαλέω; cf. the catalog of comp. in Schmidt, Syn., chapter i § 60.)

Greek Monotonic

λᾰλέω: μέλ. -ήσω (λαλός
I. 1. μιλάω, πολυλογώ, φλυαρώ, σε Αριστοφ., κ.λπ.· γενικά, μιλάω, λέω, διηγούμαι, σε Σοφ.
2. με αιτ., μιλάω για κάτι, για κάποιον, σε Θεόκρ.
3. μεταγεν., ακριβώς όπως το λέγω, μιλάω, σε Καινή Διαθήκη, Θουκ. — Παθ., λαληθήσεταί σοι, θα σου ανακοινωθεί, σε Καινή Διαθήκη
II. κύρια σημασία, φλυαρώ, έρχεται ενίοτε σε αντίθ. προς τον έναρθρο λόγο, όπως λέγεται για τους πιθήκους, λαλοῦσι μὲν φράζουσι δὲ οὔ, σε Πλούτ.· λέγεται για ακρίδες, τετερίζω, σε Θεόκρ.
III. λέγεται για μουσικούς ήχους, αὐλῷ λαλεῖν, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: `talk, chat, prattle (Att.), `speak (Arist., hell.), NGr. also `drive of cattle etc., prop. `induce to go.
Other forms: aor. λαλῆσαι.
Compounds: also with prefix, e. g. δια-, κατα-, περι-, συν-, ἐκ-.
Derivatives: As backformations: 1. λάλος `chattering (Att.) with λαλίσ-τερος, -τατος (Leumann Mus. Helv. 2, 11), also κατάλαλος from κατα-λαλέω; poet. transformations λαλιός, λαλοεις `id.' (AP); 2. λάλη f. `chatter (Com. Adesp., Luc.). - Further: 1. λαλιά (also with κατα-, συν- from κατα-λαλέω) chatter, talk (Att., hell.), or connected with λάλος (cf. SchellerOxytonierung 80f., Schwyzer 469). 2. λάλημα, λάλησις id. (Att.). 3. λαλητός `able to speak (LXX), περιλάλητος `much discussed (Agath.); λαλητικός chattering (Ar.). 4. λαλητρίς f. `chattr-ess (AP), λάληθρος `tweddler (Lyc., AP; cf. στωμύληθρος and Chantraine Form. 372f.). - 5. With γ-suffix (cf. σμαραγέω, οἰμώζω, -ωγή etc.; Schwyzer 496, Chantraine 401): λαλαγέω of unarticulated sounds `babble, chirrup, chirp (Pi., Theoc., AP), also λαλάζω, -άξαι `id. (Anacr., H.); here λαλαγ-ή, -ημα, -ητής (Opp., AP, H.); λάλαγες χλωροὶ βάτραχοι ... οἱ δε ὀρνέου εἶδός φασι H. - Also with geminate: λάλλαι pl. f. pebbles (Theoc., H., EM).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [650] redupl. lal- from *leh₂-?
Etymology: Ending as in σμαραγέω, κελαδέω, βομβέω and other sound-verbs (cf. Schwyzer 726 n. 5). - Onomatopoetic elementary creation like e. g. Lat. lallāre, Lith. lalúoti 'Germ. lallen; WP. 2, 376, Pok. 650, W.-Hofmann s. lallō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lalė́ti .

Middle Liddell

[λαλός]
I. to talk, chat, prattle, babble, Ar., etc.:—generally, to talk, say, Soph.
2. c. acc. to talk of, Theocr.
3. in late Gr., just like λέγω, to speak, NTest., Thuc.:—Pass., λαληθήσεταί σοι it shall be told thee, NTest.
II. the proper sense, to chatter, is sometimes opp. to articulate speech, as of monkeys, λαλοῦσι μὲν φράζουσι δὲ οὔ Plut.; of locusts, to chirp, Theocr.
III. of musical sounds, αὐλῶι λαλεῖν Theocr.

Frisk Etymology German

λαλέω:
{laléō.}
Forms: Aor. λαλῆσαι,
Grammar: v.
Meaning: plaudern, schwatzen (att. usw.), sprechen, reden (Arist., hell u. sp.), ngr. auch treiben von Vieh, eig. zum Gehen überreden.
Composita: auch mit Präfix, z. B. δια-, κατα-, περι-, συν-, ἐκ-,
Derivative: Davon als Rückbildungen: 1. λάλος geschwätzig (att. usw.) mit λαλίστερος, -τατος (Leumann Mus. Helv. 2, 11), auch κατάλαλος u. a. von καταλαλέω; poet. Umbildungen λαλιός, λαλοεις ib. (AP); 2. λάλη f. Geschwätz (Kom. Adesp., Luk.). — Weitere Ableitungen: 1. λαλιά (auch mit κατα-, συν- u. a. von καταλαλέω) Geschwätz, Gespräch (att., hell. u. sp.), auch auf λάλος beziehbar (vgl. Scheller Oxytonierung 80f., Schwyzer 469). 2. λάλημα, λάλησις ib. (att.). 3. λαλητός mit Sprachvermögen ausgerüstet (LXX), περιλάλη- τος vielbesprochen (Agath.); λαλητικός geschwätzig (Ar.). 4. λαλητρίς f. Schwätzerin (AP), λάληθρος schwatzsüchtig (Lyk., AP; vgl. στωμύληθρος und Chantraine Form. 372f.). — 5. Mit γ-Suffix (vgl. σμαραγέω, οἰμώζω, -ωγή usw.; Schwyzer 496, Chantraine 401): λαλαγέω von unartikulierten Lauten plappern, zwitschern, knirschen (Pi., Theok., AP), auch λαλάζω, -άξαι ib. (Anakr., H.); dazu λαλαγή, -ημα, -ητής (Opp., AP, H.); λάλαγες· χλωροὶ βάτραχοι ... οἱ δὲ ὀρνέου εἶδός φασι H. — Außerdem mit Geminata: λάλλαι pl. f. Kieselsteine (Theok., H., EM; vom Gerassel).
Etymology: Ausgang wie in σμαραγέω, κελαδέω, βομβέω und anderen Schallverben (vgl. Schwyzer 726 A. 5). — Onomatopoetische Elementarschöpfung wie z. B. lat. lallāre, lit. lalúotilallen’; WP. 2, 376, Pok. 650, W.-Hofmann s. lallō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lalė́ti m. Lit. und weiteren Einzelheiten.
Page 2,76-77

Chinese

原文音譯:lalšw 拉累哦
詞類次數:動詞(295)
原文字根:說 相當於: (אָמַר‎) (דָּבַר‎)
字義溯源:說*,說話,說出話來,宣告,傳講,傳道,傳給,傳講,講,論,講論,講道,講說,講話,講明,講解,題說,述說,談論,曉諭,發,發言,告訴,吩咐,教導,教訓。這字近三百次的使用中,三分之二是用在四福音和使徒行傳中,因為是記載主在說話。而在書信中,也是聖靈藉著使徒們在重複主所說的話。祭司長的差役說,從有沒有人像他(主耶穌)這樣說話的( 約7:46)。所以主耶穌說話的內容更為重要( 路24:25; 徒3:24; 9:6)。不信的人,不明白主耶穌的話;但信徒乃是主的羊,主的羊認得主的聲音( 約10:4)。主不是憑自己講說,他乃是照差他來的父所吩咐的而講說( 約12:49)。聖靈也是如此,乃是把從父所聽見的而說出來( 約16:13)。主從父的話要帶給我們喜樂( 約15:11),帶來解決罪的救恩( 約15:22),叫我們有安全,不至於跌倒( 約16:1),使我們裏面有平安( 約16:33)。參讀 (ἀγγέλλω)同義字參讀 (ἀποκρίνομαι)同義字
同源字:1) (ἀλάλητος)不能以言語表達 2) (ἄλαλος)啞的 3) (ἀνεκλάλητος)說不出來的 4) (διαλαλέω)商議 5) (ἐκλαλέω)告訴 6) (καταγγέλλω)宣佈 7) (καταλαλέω)誹謗 8) (ἀπολαλέω / λαλέω)說 9) (λαλιά)說話 10) (μογγιλάλος / μογιλάλος)說話費力 11) (προσλαλέω)訓誡 12) (συλλαλέω)商量
出現次數:總共(287);太(26);可(18);路(29);約(59);徒(57);羅(3);林前(33);林後(10);弗(3);腓(1);西(2);帖前(4);提前(1);多(2);來(16);雅(3);彼前(2);彼後(2);約壹(1);約貳(1);約叄(1);猶(2);啓(11)
譯字彙編
1) 說話(43) 太12:46; 太12:46; 太12:47; 太15:31; 太17:5; 太26:47; 可1:34; 可7:35; 可7:37; 可14:43; 路1:19; 路1:20; 路1:22; 路7:15; 路8:49; 路11:37; 約1:37; 約7:46; 約9:37; 約18:20; 徒2:6; 徒4:1; 徒7:38; 徒9:27; 徒10:7; 徒11:20; 徒14:9; 徒21:39; 徒22:9; 林前14:34; 林前14:35; 林後13:3; 來1:1; 來1:2; 來11:4; 彼前4:11; 啓1:12; 啓4:1; 啓10:3; 啓10:4; 啓13:11; 啓13:15; 啓21:15;
2) 說(43) 太9:18; 太12:36; 太14:27; 可2:7; 可13:11; 可16:17; 路2:15; 路5:21; 約8:12; 約8:30; 約10:41; 徒2:4; 徒4:20; 徒6:11; 徒7:6; 徒10:44; 徒10:46; 徒11:14; 徒20:30; 徒26:22; 徒28:21; 羅15:18; 林前12:30; 林前14:2; 林前14:2; 林前14:4; 林前14:5; 林前14:5; 林前14:6; 林前14:13; 林前14:19; 林前14:23; 林前14:27; 林前14:28; 林前14:39; 弗4:25; 帖前1:8; 提前5:13; 來5:5; 雅1:19; 彼前3:10; 猶1:15; 猶1:16;
3) 講(14) 可4:34; 路9:11; 約7:13; 約12:49; 約12:49; 徒8:26; 徒11:15; 徒13:46; 徒16:6; 徒18:9; 林前14:3; 西4:3; 啓17:1; 啓21:9;
4) 講論(14) 太23:1; 太28:18; 徒4:17; 徒4:29; 徒4:31; 徒5:20; 徒5:40; 徒9:29; 徒14:1; 徒16:13; 徒16:14; 徒18:25; 弗6:20; 彼後3:16;
5) 說的(13) 太10:20; 太10:20; 路12:3; 約6:63; 約7:17; 約7:18; 約8:38; 約8:44; 約12:41; 約14:10; 羅3:19; 林後11:17; 林後12:4;
6) 所說的(11) 可5:36; 路1:45; 路2:18; 路2:20; 路24:25; 約3:31; 徒3:21; 徒7:44; 徒28:25; 林前14:9; 來12:24;
7) 我⋯說(9) 約12:50; 約16:25; 約16:25; 約17:13; 約18:20; 徒26:26; 羅7:1; 林前13:1; 林後11:23;
8) 說話的(5) 可13:11; 約4:26; 徒2:7; 林前12:3; 來12:25;
9) 講說(4) 路2:38; 路5:4; 徒2:11; 林前14:2;
10) 他⋯講(4) 太13:3; 太13:33; 可2:2; 可4:33;
11) 我們⋯說話(3) 林後2:17; 林後4:13; 林後12:19;
12) 我⋯說的(3) 約18:21; 約18:23; 林後11:17;
13) 他⋯說的(3) 約10:6; 約16:13; 徒3:22;
14) 說了(3) 約12:36; 約17:1; 徒27:25;
15) 告訴(3) 路2:17; 約8:25; 徒9:6;
16) 傳講(3) 腓1:14; 帖前2:2; 帖前2:16;
17) 就說(3) 太12:34; 路6:45; 約3:34;
18) 說話了(2) 約12:29; 林前14:9;
19) 我說話(2) 林前13:11; 林前15:34;
20) 說話時(2) 可5:35; 路22:47;
21) 他⋯所說的(2) 路1:70; 路2:50;
22) 我告訴(2) 約16:4; 約16:6;
23) 他⋯說話(2) 路24:32; 約4:27;
24) 說話的人(2) 林前14:11; 林前14:11;
25) 所說的話(2) 太13:34; 路2:33;
26) 講話(2) 太13:10; 可6:50;
27) 我們⋯說(2) 來2:5; 來6:9;
28) 講的(2) 徒17:19; 來2:3;
29) 你⋯說話(2) 約4:27; 約19:10;
30) 我說(2) 約8:28; 林前14:18;
31) 正說⋯時(1) 路24:36;
32) 我⋯所說的(1) 路24:44;
33) 我們⋯說的(1) 約3:11;
34) 他⋯講說(1) 約7:26;
35) 他⋯所說過的(1) 路1:55;
36) 你們⋯當說的話(1) 太10:19;
37) 你們⋯說話(1) 太10:19;
38) 能說(1) 啓13:5;
39) 吩咐(1) 啓10:8;
40) 說出⋯來(1) 太12:34;
41) 我⋯講(1) 太13:13;
42) 他⋯說了(1) 約8:20;
43) 他⋯說(1) 可8:32;
44) 他就⋯說(1) 太13:34;
45) 他⋯告訴(1) 路24:6;
46) 我⋯說話(1) 約14:30;
47) 就說出話來(1) 太9:33;
48) 該⋯說(1) 林前14:29;
49) 我要⋯說話(1) 林前14:21;
50) 從前⋯說話(1) 林前3:1;
51) 我們⋯所說的(1) 林後7:14;
52) 我們就⋯講(1) 帖前2:4;
53) 我們⋯談論(1) 約叄1:14;
54) 你們就該⋯說話(1) 雅2:12;
55) 他⋯題說(1) 來4:8;
56) 要將⋯告訴(1) 徒22:10;
57) 他們⋯說(1) 徒19:6;
58) 我已經⋯說了(1) 約15:11;
59) 我⋯講的(1) 約15:3;
60) 談論(1) 約貳1:12;
61) 你是⋯說(1) 約16:29;
62) 我⋯告訴(1) 約16:33;
63) 他們⋯講論(1) 徒16:32;
64) 他們⋯講(1) 徒11:19;
65) 能說話(1) 太12:22;
66) 我就⋯說了(1) 約14:25;
67) 曾說(1) 來11:18;
68) 他所說(1) 約16:18;
69) 都說出來(1) 約16:13;
70) 我告訴了(1) 約16:1;
71) 教導(1) 約15:22;
72) 就講論(1) 徒2:31;
73) 他說話(1) 徒6:10;
74) 講了(1) 徒14:25;
75) 再講(1) 徒13:42;
76) 傳講了(1) 徒8:25;
77) 講說的(1) 約12:50;
78) 我所講的(1) 約12:48;
79) 他們說話(1) 路4:41;
80) 你們就說(1) 可13:11;
81) 要述說(1) 可14:9;
82) 說出話來(1) 路1:64;
83) 要說(1) 約8:26;
84) 傳(1) 約8:26;
85) 說過話(1) 約9:29;
86) 牠說(1) 約8:44;
87) 告訴了(1) 約8:40;
88) 說著(1) 徒23:7;
89) 說過了話(1) 徒23:9;
90) 論(1) 來7:14;
91) 將要傳講的(1) 來3:5;
92) 所傳的(1) 來2:2;
93) 你要講明(1) 多2:15;
94) 傳給(1) 來9:19;
95) 說完了(1) 可16:19;
96) 說出來(1) 彼後1:21;
97) 曾說話(1) 雅5:10;
98) 曾傳講(1) 來13:7;
99) 所講的(1) 多2:1;
100) 去說(1) 西4:4;
101) 我們講的(1) 林前2:7;
102) 我們講(1) 林前2:6;
103) 談(1) 徒26:31;
104) 要告訴(1) 徒23:18;
105) 我們講說(1) 林前2:13;
106) 講解(1) 林前14:6;
107) 述說(1) 太26:13;
108) 對說(1) 弗5:19;
109) 我就說了』(1) 林後4:13;
110) 他們講論(1) 約壹4:5

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=μιλῶ, φλυαρῶ). Ἀπό τήν ἠχοποίητη ρίζα λαλἀπ' ὅπου καί τά παράγωγα: λάλος (=φλύαρος), λάλημα (=φλυαρία), λάλησις, λαλητέος, λαλητικός, λαλητός, ἀλάλητος (=ἀνέκφραστος), περιλάλητος (=περιβόητος), ἀπεριλάλητος (=πολυλογάς), ἀνεκλάλητος (=ἀπερίγραφτος), λαλητρίς (=γυναίκα φλύαρη), λαλιά, λάληθρος (=φλύαρος), λάλαξ (=φωνακλάς), λαλαγῶ (=φλυαρῶ).

Léxico de magia

hablar como acción prohibida (τὸν ἔσχατον ψωμὸν) εἴπας διαμάσησαι καὶ πίε ἐπάνω οἶνον καὶ κοιμῶ μηδενὶ λαλήσας después de hablar mastica el último bocado, bebe vino encima y vete a dormir sin hablar a nadie P XXIIb 33 ἐὰν θέλῃς χρηματισθῆναι περὶ οὗτινος θέλεις πράγματος, λέγε τοῦτον <τὸν> λόγον θυμῷ, μηδὲν λαλήσας si quieres recibir un oráculo sobre cualquier asunto que desees, pronuncia esta fórmula en tu mente, sin hablar P LXXVII 4

Translations

talk

Albanian: flas; Arabic: تَكَلَّمَ‎, تَحَدَّثَ‎; Algerian Arabic: حكى‎‎‎, هدر‎; Hijazi Arabic: اتْكَلَّم‎, هَرَج‎; Armenian: խոսել; Assamese: কথা পতা, কথা কোৱা, কথা বতৰা; Asturian: falar; Azerbaijani: danışmaq; Belarusian: размаўляць, гаварыць; Bengali: বলা; Bulgarian: говоря; Burmese: ပြော, မြွက်; Catalan: parlar, conversar; Chinese Mandarin: 說話, 说话, 説, 说, 講, 讲; Czech: mluvit, hovořit; Danish: tale, snakke, fortælle; Dutch: praten, spreken, overleggen; Esperanto: paroli; Estonian: rääkima; Faroese: tala; Finnish: puhua; French: parler, bavarder, s'entretenir; Friulian: fevelâ; Galician: falar; Georgian: ლაპარაკი; German: reden, sprechen; Gothic: 𐍂𐍉𐌳𐌾𐌰𐌽; Greek: μιλώ, συνομιλώ; Hebrew: דִּבֵּר‎, שׂוֹחֵחַ‎; Higaonon: ikagi; Hindi: बात करना, बोलना; Hungarian: beszél, beszélget; Icelandic: tala, mæla, ávarpa; Ido: parolar; Indonesian: bicara, ngomong, bincang; Interlingua: parlar, conversar; Irish: bí ag caint; Istriot: favalà; Italian: parlare; Japanese: 話す, しゃべる; Kazakh: сөйлеу, сойлесу; Khmer: និយាយ, ក្លាវ; Korean: 말하다, 말씀하다, 이야기하다; Kurdish Central Kurdish: قسە ئەکات‎, ئەدوێنێت‎; Northern Kurdish: axaftin; Kyrgyz: сүйлөө; Laboya: kajalla, haʼnewe, panewe; Lao: ພູດ, ຄຸຍ, ສົນທະນາ, ກ່າວ; Latin: fabulor, for, sermocinor; Latvian: runāt; Lithuanian: kalbėti; Lü: ᦀᦴᧉ, ᦔᦱᧅ; Macedonian: зборува, говори; Malayalam: സംസാരിക്കുക, മിണ്ടുക, പറയുക; Manchu: ᡤᡳᠰᡠᡵᡝᠮᠪᡳ; Maori: kōrero, kōwetewete, motatau; Marathi: बोलणे; Middle English: talken, talkien; Mongolian Cyrillic: ярих; Ngazidja Comorian: urongoza; Northern Thai: ᩋᩪ᩶; Norwegian Bokmål: snakke, preke; Ojibwe: giigido; Old Church Slavonic Cyrillic: говорити; Glagolitic: ⰳⱁⰲⱁⱃⰻⱅⰹ; Old East Slavic: говорити; Old English: sprecan; Pashto: خبرې کول‎; Persian: سخن گفتن‎, صحبت کردن‎, حرف زدن‎; Polish: mówić, rozmawiać, porozmawiać; Portuguese: falar, conversar; Quechua: rimay, rimachiy, yawnay; Romanian: a vorbi; Russian: говорить, разговаривать, беседовать, болтать; Sanskrit: भाषते; Serbo-Croatian Cyrillic: гово̀рити; Roman: govòriti; Sicilian: parrari; Slovak: hovoriť; Slovene: govoriti; Sorbian Lower Sorbian: powědaś, powěźeś; Spanish: hablar, conversar; Swahili: kuzungumza; Swedish: prata, tala, snacka, babbla, orera; Sylheti: ꠉꠙ ꠇꠞꠣ, ꠝꠣꠔ ꠇꠕꠣ; Tagalog: magsalita, mag-usap; Tajik: гап задан, ҳарф задан, сухбат кардан; Tamil: பேசு; Tatar: сөйләргә; Telugu: మాట్లాడు; Thai: พูด, คุย, สนทนา, กล่าว; Turkish: konuşmak; Turkmen: gürlemek, sözlemek; Ukrainian: розмовляти, говорити; Urdu: بات کرنا‎, بولنا‎; Uyghur: سۆزلىمەك‎, ئېيتماق‎; Uzbek: gaplashmoq, gapirishmoq, soʻzlashmoq; Vietnamese: nói, nói chuyện, nói được, trò chuyện; Welsh: siarad; West Frisian: prate; Yámana: yāpīmur-köna; Yiddish: רעדן‎; Zhuang: gangj

speak

Abkhaz: азаԥра; Afrikaans: praat; Albanian: flas; Arabic: تَحَدَّثَ‎, تَكَلَّمَ‎; Algerian Arabic: حكى‎‎, هدر‎; Egyptian Arabic: كلم‎; Moroccan Arabic: هدر‎, تكلم‎, دوى‎; North Levantine Arabic: حكى‎; Aragonese: fablar; Armenian: խոսել; Old Armenian: խօսիմ; Aromanian: grescu, zburãscu; Ashokan Prakrit: *𑀩𑁄𑀮𑁆𑀮𑁆; Assamese: কথা কোৱা, কোৱা, বোল; Assyrian Neo-Aramaic: ܗܲܡܙܸܡ‎, ܡܲܠܸܠ‎, ܡܨܵܘܹܬ݂‎; Asturian: falar; Avar: кӏалъазе; Azerbaijani: danışmaq; Bashkir: һөйләшеү; Basque: berba egin; Belarusian: гаварыць, сказаць, размаўляць, размовіць; Bengali: বলা; Bhojpuri: बोलल; Bislama: toktok; Borôro: mago; Breton: komz; Bulgarian: говоря; Burmese: ပြော, မြွက်; Catalan: parlar; Central Atlas Tamazight: sawl, ssiwel; Chechen: къамел да; Cherokee: ᏂᎦᏪᎠ; Chickasaw: anompoli; Chinese Cantonese: 講, 讲; Dungan: фә, шә; Hakka: 講, 讲; Mandarin: 講, 讲, 說話, 说话, 講話, 讲话, 說, 说; Min Bei: 講, 讲; Min Dong: 講, 讲; Min Nan: 講, 讲; Wu: 講, 讲; Cornish: kewsel, kowsel, kows; Corsican: parlà; Crimean Tatar: söyleşmek, laf etmek, aytmaq; Czech: mluvit, hovořit; Dalmatian: faular; Danish: tale; Dutch: spreken; Esperanto: paroli; Estonian: rääkima; Even: гөн-; Evenki: гун-; Faroese: tosa; Fijian: vosa; Finnish: puhua; French: parler; Middle French: parler; Old French: parler, paroler; Friulian: fevelâ; Galician: falar; Georgian: ლაპარაკი; German: sprechen, reden; Alemannic German: rede; Gothic: 𐌵𐌹𐌸𐌰𐌽, 𐍂𐍉𐌳𐌾𐌰𐌽; Greek: μιλώ, λέω; Ancient Greek: λαλέω; Guaraní: ñe'ẽ; Haitian Creole: pale; Hebrew: דיבר \ דִּבֵּר‎; Higaonon: minikagi; Hindi: बोलना; Hungarian: beszél; Icelandic: tala; Ido: parolar; Indonesian: berbicara, berpidato; Interlingua: parlar; Irish: labhair; Istriot: favalà; Istro-Romanian: ganęi, kuvintå; Italian: parlare; Japanese: 話す, 語る, 言う, しゃべる; Javanese: omong-omong; Judeo-Italian: דברר‎; Kabuverdianu: fala, papia, papia; Kannada: ಎನ್, ಎನು, ಮಾತಾಡು, ಮಾತನಾಡು; Kazakh: айту, сөйлеу, сөйлесу; Khmer: និយាយ, ក្លាវ; Korean: 말하다, 말씀하다, 이야기하다; Kumyk: сёйлемек, лакъыр этмек; Kurdish Northern Kurdish: axaftin; Kyrgyz: сүйлөө; Ladin: rujné; Ladino: avlar, favlar; Lao: ເວົ້າ, ພູດ, ກ່າວ, ຄຸຍ; Latgalian: runuot; Latin: loquor, dico, fabulor, for, effor; Latvian: runāt; Laz: isinapams; Lithuanian: kalbėti; Luxembourgish: schwätzen; Lü: ᦀᦴᧉ, ᦔᦱᧅ; Macedonian: зборува, говори; Maharastri Prakrit: 𑀩𑁄𑀮𑁆𑀮𑀇; Malay: bercakap; Malayalam: സംസാരിക്കുക; Maltese: tkellem; Manchu: ᡤᡳᠰᡠᡵᡝᠮᠪᡳ; Marathi: बोलणे; Meänkieli: praatata; Middle English: speken, worden; Mingrelian: რაგადი, რაგაჯი; Mirandese: falar; Mongolian Cyrillic: ярих, хэлэх; Moroccan Amazigh: ⵙⴰⵡⵍ, ⵙⵙⵉⵡⵍ; Nahuatl: tlatoa; Navajo: yáshtiʼ; Neapolitan: parlà; Nepali: बोल्नु; Ngarrindjeri: kungun; Norman: pâler, parlaïr; North Frisian: spreege; snaake, spreeg; Northern Ohlone: nonwente; Northern Thai: ᩋᩪ᩶; Norwegian Bokmål: snakke, preke; Occitan: parlar; Ojibwe: giigido; Old Church Slavonic Cyrillic: говорити; Glagolitic: ⰳⱁⰲⱁⱃⰻⱅⰹ; Old East Slavic: говорити; Old English: sprecan, specan; Old Occitan: parlar; Old Portuguese: falar; Old Saxon: sprekan; Pashto: خبرې کول‎; Pennsylvania German: schwetze; Persian: حرف زدن‎, سخن گفتن‎, صحبت کردن‎; Pipil: taketza, taquetza; Pitjantjatjara: wangkanyi; Polish: mówić, rozmawiać; Portuguese: falar; Punjabi: ਬੋਲਣਾ; Quechua: rimay, parlay, rimai; Romanian: a vorbi, a discuta; Romansch: pledar, tschantschar; Russian: говорить, разговаривать; Sami Lule Sami: hållat; Northern Sami: hállat, hoallat, hupmat; Southern Sami: håaledh, håalodh, nåalodh; Samoan: tautala; Sanskrit: भाषते, भणति, ब्रवीति; Vedic: भनति; Santali: ᱨᱳᱲ; Sardinian: fabedda, faeddare, fueddai; Scottish Gaelic: bruidhinn; Serbo-Croatian Cyrillic: гово̀рити; Roman: govòriti; Shona: kutaura; Sicilian: parrari, parlari; Sinhalese: කථා කරනවා; Slovak: hovoriť, rozprávať; Slovene: govoriti; Sorbian Lower Sorbian: powědaś, powěźeś; Upper Sorbian: rěčeć, porěčeć; Sotho: bua; Southern Thai: แหลง; Spanish: hablar; Old Spanish: fablar; Swahili: ongea; Swedish: tala, prata, snacka; Sylheti: ꠇꠕꠣ ꠇꠃꠣ; Tagalog: magsalita; Tahitian: parau; Tajik: гап задан, ҳарф задан, сухбат кардан; Tamil: பேசு; Tatar: сөйләргә, әйтергә, сөйләшергә; Telugu: మాట్లాడు; Tetum: ko'alia; Thai: พูด, กล่าว; Tibetan: སྐད་ཆ་བཤད; Tocharian B: we-; Tupinambá: nhe'eng; Turkish: konuşmak; Turkmen: gürlemek, geplemek, sözlemek; Tuvan: чугаалаар; Ugaritic: 𐎄𐎁𐎗; Ukrainian: говорити, сказати; розмовляти; Urdu: بولنا‎; Uyghur: سۆزلىمەك‎, ئېيتماق‎; Uzbek: gaplashmoq; Venetian: parlar; Veps: pagišta; Vietnamese: nói; Volapük: spikön; Votic: pajattaa; Walloon: cåzer, divizer, djåzer, pårler; Welsh: siarad, llefaru; West Frisian: sprekke; Westrobothnian: låt; White Hmong: hais lus; Wolof: wax; Yakut: саҥар; Yiddish: רעדן‎; Zhuang: gangj; Zulu: -khuluma

prattle

Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô