A deceive, cajole, οἴνῳ θεάς A.Eu.728.
[Seite 492] verleiten, verführen, θεάς, Aesch. Eum. 698.
παρᾰπᾰτάω: ἐξαπατῶ, ἀποπλανῶ, οἴνῳ παραπατήσας ἀρχαίας θεὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 728.
-ῶ :induire en erreur.Étymologie: παρά, ἀπατάω.