παραπατάω
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
deceive, cajole, οἴνῳ θεάς A.Eu.728.
German (Pape)
[Seite 492] verleiten, verführen, θεάς, Aesch. Eum. 698.
French (Bailly abrégé)
παραπατῶ :
induire en erreur.
Étymologie: παρά, ἀπατάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-απατάω misleiden.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰπᾰτάω: обманывать, обольщать, одурманивать (οἴνῳ τινά Aesch.).
Greek Monotonic
παρᾰπᾰτάω: μέλ. -ήσω, εξαπατώ, δελεάζω, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰπᾰτάω: ἐξαπατῶ, ἀποπλανῶ, οἴνῳ παραπατήσας ἀρχαίας θεὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 728.