πολυωπής
English (LSJ)
ές, (ὀπή)
A with many holes or meshes, λίνον AP6.27 (Theaet.); ὀθόνης κόλπος Nic. Al.323; πολυωπέες ὄμπναι, i.e. honeycombs, ib.450:—late poet. fem. πολυωπέτις, ιδος, Max.584. II (ὤψ) many-eyed, ποιμένα τοῦ Ἄργου -έστερον Eun.Hist.p.266 D.
German (Pape)
[Seite 678] ές, = πολυωπός; λίνον Theaet. Schol. 1 (VI, 27); Nic. Al. 323.
Greek Monolingual
(I)
-ές, και ποιητ. τ. θηλ. πολυωπέτις, -ιδος, Α
αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός («ἰχθυοβόλον πολυωπές... λίνον», Ανθ. Παλ.].
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πολυωπός, κατά τα σιγμόληκτα].———————— (II)
-ές, Α
αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς («ποιμένα του Ἄργου πολυωπέστερον», Ευνάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ωπής (< ὄπωπα), πρβλ. οξυ-ωπής, με έκταση λόγω συνθέσεως].