προσανάβασις

Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

poet. προσάμβ-, εως, ἡ,

   A going up, ascent, LXXJo.15.3, Bacch. ap. Apollon.Cit.1 (pl.); κλίμακος προσαμβάσεις a ladder's means of ascent, A.Th.466, E.Ph.1173; πηκτῶν κλιμάκων π. ib.489, Ba.1213; τειχέων π. place where they may be approached, Id.Ph.744; δωμάτων π. steps leading to the house, Id.IT97.

German (Pape)

[Seite 748] ἡ, das dazu Hinauf- od. Emporsteigen, vgl. προσάμβασις; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 492, vgl. 751; auch in späterer Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάβᾰσις: ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― ἀνάβασις, ἄνοδος, Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, ἀνάβασις διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. αὐτόθι 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., τόπος ἔνθα δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, μέρος ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. πρόσβασις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ascension ; au pl. κλίμακος προσαμβάσεις poét. ESCHL degrés d’une échelle.
Étymologie: προσαναβαίνω.