πρόσβασις
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
English (LSJ)
-εως, ἡ, (προσβαίνω)
A means of approach, access, esp. uphill, ὄρεσι, ἔνθα π. οὐδεμίαν εἶναι Hdt.3.111, cf.E.El.489, Th.6.96 (pl.), 7.45; προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων looks for means of scaling them, E.Ph.180; τὰς ἐκ θαλάττης π. Plb.4.56.8.
2 accession, τοῦ εὖ ζῆν Gal.19.178.
3 rise, ἡ τῶν Νειλῴων ὑδάτων π. PMasp.2 ii 22 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 753] ἡ, der Zugang, bes. das Emporsteigen, πρ. πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111; ὀρθία οἴκων, Eur. El. 489; ἑπτὰ προσβάσεις πύργων, Phoen. 187; Thuc. 6, 96; Pol. 1, 55, 10 u. öfter; ἐξήτασε τὰς προσβάσεις καὶ θέσεις τῶν κλιμάκων, 7, 15, 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
moyen de s'approcher, accès.
Étymologie: προσβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσβασις -εως, ἡ [προσβαίνω] toegang:. προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων hij beoordeelt de toegangswegen tot de burcht Eur. Phoen. 180.
Russian (Dvoretsky)
πρόσβᾰσις: εως ἡ доступ, подступ (πύργων, οἴκων Eur.; τὰς προσβάσεις τῶν Ἐπιπολῶν φυλάσσειν Thuc.; ἐξετάζειν τὰς προσβάσεις Polyb.).
Greek Monotonic
πρόσβᾰσις: ἡ (προσβαίνω), μέσο προς ανάβαση, προσέγγιση, σε Ηρόδ., Θουκ.· προσβάσεις πύργων, μέσα ανάβασης στους πύργους, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσβᾰσις: ἡ, (προσβαίνω) μέσον πρὸς ἀνάβασιν, ἀνάβασις, μάλιστα δὲ ἡ λίαν ἀνωφερὴς ἀνάβασις, οὔρεσι, ἔνθα πρ. οὐδεμία ἦν Ἡρόδ. 3. 111, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 489, Θουκ. 6. 96., 7. 45· προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων, ἀναζητεῖ μέσον πρὸς ἀνάβασιν εἰς τοὺς πύργους, Εὐρ. Φοίν. 181· πρβλ. προσανάβασις.
Middle Liddell
πρόσβᾰσις, εως, προσβαίνω
a means of approach, access, Hdt., Thuc.; προσβάσεις πύργων means of approaching the towers, Eur.