τειχοφύλαξ

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A one that has the guard of the walls, Hdt.3.157, Plu.2.694c: pl., Polyaen.8.23.6, App.Mith.32.

German (Pape)

[Seite 1081] ακος, ὁ, der Mauerwächter, der die Wache über die Mauer und die Befestigungswerke hat, Her. 3, 157.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ τείχη, Ἡρόδ. 3. 157, Πλούτ. 2. 694C.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien des fortifications.
Étymologie: τεῖχος, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ΜΑ
φρουρός τείχους
αρχ.
ως κύριο όν. Τειχοφύλαξ
τοπικός ήρωας της Κυρήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + φύλαξ, -ακος].