αὐτοτραγικός
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
German (Pape)
[Seite 403] ächt tragisch, πίθηκος Dem. 18, 242, wo Andere
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς τραγικός, αὐτοτραγικὸς πίθηκος Δημ. 307. 25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tout à fait tragique.
Étymologie: αὐτός, τραγικός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que es totalmente trágico πίθηκος D.18.242.
Greek Monotonic
αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, εξ ολοκλήρου τραγικός, σε Δημ.