εἴδομεν

From LSJ
Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. ao.2 ind. de *εἴδω;
(épq.) sbj. prés. de *εἴδω.

Greek Monotonic

εἴδομεν: Επικ. αντί εἴδωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.