τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
1ᵉ pl. ao.2 ind. de *εἴδω;(épq.) sbj. prés. de *εἴδω.
εἴδομεν: Επικ. αντί εἴδωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.