Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
1ᵉ pl. ao.2 ind. de *εἴδω;(épq.) sbj. prés. de *εἴδω.
εἴδομεν: Επικ. αντί εἴδωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.
εἴδομεν: (= εἴδωμεν) эп. 1 л. pl. conjct. к *εἴδω.