εἴδομεν

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. ao.2 ind. de *εἴδω;
(épq.) sbj. prés. de *εἴδω.

Greek Monotonic

εἴδομεν: Επικ. αντί εἴδωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.

Russian (Dvoretsky)

εἴδομεν: (= εἴδωμεν) эп. 1 л. pl. conjct. к *εἴδω.