περσίζω

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

German (Pape)

[Seite 603] persisch gesinnt sein, in politischer Hinsicht es mit den Persern halten, den Persern in Sitten, Tracht, Lebensart nachahmen, persisch sprechen, die persische Sprache verstehen, Xen. An. 4, 5, 34 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

parler la langue persane.
Étymologie: Πέρσης².

Greek Monolingual

(I)
ΜΑ Πέρσης
έχω τα ίδια φρονήματα με τους Πέρσες
αρχ.
1. μιλώ περσικά
2. μιμούμαι τους Πέρσες στην αμφίεση και στη συμπεριφορά.———————— (II)
Α Περσεύς
υποστηρίζω τον Περσέα.