υποστηρίζω
From LSJ
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
Greek Monolingual
ὑποστηρίζω ΝΜΑ στηρίζω
1. στηρίζω αποκάτω
2. μτφ. βοηθώ, ενισχύω, υπερασπίζω (α. «όλοι οι φίλοι του τὸν υποστήριξαν» β. «ὑποστηρίζει δὲ τοὺς δικαίους ὁ Κύριος», Ψαλμ.)
νεοελλ.
ισχυρίζομαι επίμονα, διατείνομαι («υποστηρίζει ότι δεν έφταιγε αυτός»).