κόμβος

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ,

   A roll, band, girth, Anon. ap. Suid.; cf. κομποθηλαία.    II pl., = γομφίοι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1477] ὁ, Band od. Schleife, Etwas damit zu gürten, zu befestigen, erst Sp., die auch das Verbum κομβόω haben, = einen Knoten od. eine Schleife machen. – Vgl. ἐγκομβόομαι. – Davon auch

Greek (Liddell-Scott)

κόμβος: ὁ, «κόμπος», κομπόδεμα, δεσμὸς «ὁ κόμβος τῶν δύο χειριδίων ὅταν τις δήσῃ ἐπὶ τὸν ἴδιον τράχηλον» Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., Ἀρχ. Μαθ. σ. 47· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόμβους· ὀδόντας γομφίους». ― Ὑποκορ. κομβίον, τό, ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bandeau, ceinture.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym.

Greek Monolingual

ο (AM κόμβος)
βλ. κόμπος (II).