δεκαεπτά

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

German (Pape)

[Seite 542] Sp., für ἐννεακαίδεκαu. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαεπτά: οἱ, αἱ, τά, ἴδε ἐν λ. δέκα.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): δεχεπτά I.BI 5.466, SEG 33.1475 (Cirenaica I/II d.C.)

• Grafía: frec. escrito δέκα ἑπτά
diecisiete Arist.Metaph.1093a30, IIasos 1.83 (IV a.C.), Didyma 427.10 (III a.C.), PSI 509.13 (III a.C.), PCair.Zen.72.3 (III a.C.), I.BI 2.293, l.c., SEG l.c., Str.2.5.42, Plu.TG 12, S.E.M.1.114, PCol.137.94 (IV d.C.), PMich.683.2 (V d.C.)
en fechas πρὸ ἡμερῶν δ. Καλανδῶν Νοενβρίων IG 7.413.60 (Oropo I a.C.), cf. Iust.Nou.22.46.

Greek Monolingual

και δεκαεφτά (AM δέκα ἑπτά)
ο αριθμός που αποτελείται από μια δεκάδα και επτά μονάδες.