πλεοναχῶς
From LSJ
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
French (Bailly abrégé)
adv.
de plus de façons, de plus de manières.
Étymologie: πλεοναχός.
Greek Monotonic
πλεονᾰχῶς: επίρρ., με ποικίλους τρόπους, σε Αριστ.