ἔμηνα

From LSJ
Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek (Liddell-Scott)

ἔμηνα: ἴδε τὸ ῥῆμα μαίνομαι ΙΙ.

Greek Monotonic

ἔμηνα: αόρ. αʹ του μαίνομαι με μτβ. σημασία.