δυσ

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monotonic

δῠσ: αχώριστο προθεματικό μόριο, όπως το αγγλικό un- (που δηλώνει στέρηση ή ανατροπή κατάστασης, α-, π.χ. ά-τυχος) ή mis- (π.χ. α-τυχία)· αναιρεί τη θετική σημασία μιας λέξης ή επιτείνει την αρνητική της σημασία.