στέρηση
From LSJ
Greek Monolingual
η / στέρησις, στερήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.)
νεοελλ.
1. η έλλειψη τών αναγκαίων για τη ζωή, ανέχεια, ένδεια («πέθανε από τις πολλές στερήσεις»)
2. φρ. «συναισθηματική στέρηση»
(ιατρ.-ψυχολ.) απουσία ή ανεπάρκεια μητρικών φροντίδων για το βρέφος ή το μικρό παιδί
αρχ.
1. άρνηση
2. κατάσχεση, δήμευση («στέρησις πλοίου», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερώ. Ο τ. στέρεσις είναι μτγν., σχηματισμένος πιθ. κατά τα αἵρεσις, εὕρεσις.