ἀντιρρήγνυμι

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A break opposite ways, Plu.2.1005b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιρρήγνυμι: παθ., ἀντιρρήγνυμαι, ρήγνυμαι καὶ αὐτός, κἀκεῖνος ἀντιρραγεὶς ὑποχωρεῖ Πλούτ. 2.1005Β.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Pass. ἀντιρραγείς;
briser contre.
Étymologie: ἀντί, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

abrir caminos opuestos κἀκεῖνος ἀντιρραγείς ὑποχωρεῖ Plu.2.1005b.

Greek Monolingual

ἀντιρρήγνυμι (Α)
διασπώ, διαχωρίζω.