ἐγκυκλέομαι

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκυκλέομαι Medium diacritics: ἐγκυκλέομαι Low diacritics: εγκυκλέομαι Capitals: ΕΓΚΥΚΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: enkykléomai Transliteration B: enkykleomai Transliteration C: egkykleomai Beta Code: e)gkukle/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A roll or rotate in the sockets, of the joints, Hp. de Arte 10.    II in com. sense, to be cooped up, οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι Ar.V.699.    III Med., surround, Plu.TG5; τοὺς ἀμφὶ πλουσίαν τράπεζαν - κυκλουμένους Id.2.50d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκυκλέομαι: παθ. περιστρέφομαι, στρέφομαι, «γυρίζω» ἐντὸς τῶν κοτυλῶν, περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, Ἱππ. 6. 37. ΙΙ. ἐπὶ κωμ. ἐννοίας, «φέρομαι γύρῳ», ἐξαπατῶμαι, οὐκ οἶδ’ ὅπη ἐγκεκύκλησαι Ἀριστοφ. Σφ. 699. ― Πρβλ. ἐκκυκλέω. ΙΙΙ. Μέσ., περιβάλλω, περικυκλώνω, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 5.

Greek Monotonic

ἐγκυκλέομαι: Παθ., περιστρέφω τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ.