κάρανος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
[ᾰ], ο, (κάρα A)
A a chief, X.HG1.4.3, cj. in Anacreont.15.3.
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ (κάρα), der Häuptling, das Oberhaupt. Xen. Hell. 1, 4, 3, von ihm selbst durch κύριος erkl. Auch Anacr. 15, 3 für κοίρανε von Lennep hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
κάρᾱνος: ὁ, (κάρα) ἄρχων, κύριος, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 3, Ἀνακρεόντ. 15. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef souverain.
Étymologie: κάρα.
Greek Monolingual
κάρανος, ὁ (Α) κάρα
δωρ. τ. του κοίρανος.