θρόνα
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
German (Pape)
[Seite 1220] τά, Blumenverzierungen in Geweben, ἱστὸν ὕφαινε, – ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσε Il. 22, 440, Schol. ἄνθη; Hesych. καὶ τὰ ἐκ χρωμάτων ποικίλματα; Theocr. 2, 59 νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ θρόνα ταῦθ' ὑπόμαξον τᾶς τήνω φλιᾶς, Zaubermittel, aus Kräutern u. Blumen bereitet, nach dem Schol. ätolisch für φάρμακα; vgl. Nonn. D. 37, 415 πῆ θρόνα, πῆ βοτάναι, πῆ φάρμακα ποικίλα Κίρκης; Lycophr. 674 Nic. Th. 936, der 413 θρόνα πάντα καὶ ἀλθεστήρια νούσων vrbdt.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
seul. pl.
1 fleurs en broderie;
2 postér. plantes médicinales dont on se servait dans les incantations.
Étymologie: cf. skr. trnas « herbe ».
Greek Monotonic
θρόνα: τά,
I. μόνο στον πληθ., λουλούδια κεντημένα πάνω σε ύφασμα, διακοσμητικά σχέδια, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λουλούδια ή βότανα που χρησιμοποιούνται σαν φάρμακα και φυλακτά, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).