πνευστιάω

Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A breathe hard, pant, Hp.Int.44, Sor.1.108; expld. by πυκνὸν ἀναπνεῖν, Arist.Rh.1357b21; Ep. part.πνευστιόων AP11.382.4 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 640] keuchen, schwer athmen, nach Luft schnappen; Hippocr.; Arist. rhet. 1, 2; Luc. Catapl. 3; δυσκελάδοις ἄσθμασι πνευστιόων, Agath. 69 (XI, 382).

Greek (Liddell-Scott)

πνευστιάω: ὡς καὶ νῦν, ἀσθμαίνω, «λαχανιάζω», Ἱππ. 556. 25· ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πυκνὸν ἀναπνεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 18· Ἐπικ. μετοχ. πνευστιόων, Ἀνθ. Π. 11. 382, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir l’haleine courte, être asthmatique.
Étymologie: πνέω.
Par. ἀσθμαίνω.

Greek Monotonic

πνευστιάω: αναπνέω βαριά, ασθμαίνω, λαχανιάζω, σε Αριστ.· Επικ. μτχ. πνευστιόων, σε Ανθ.