καρτεραίχμης

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

καρτερ-αύχην,

   A v. κρατερ-.

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, = κρατεραίχμης, Herkules, Pind. I. 5, 35.

Greek (Liddell-Scott)

καρτεραίχμης: -αύχην, ἴδε ἐν λ. κρατεραίχμης, κρατεραύχην.

Greek Monolingual

καρτεραίχμης, ὁ (Α)
κρατεραίχμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -αίχμης (< αἰχμή)].