κρατεραίχμης

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτεραίχμης Medium diacritics: κρατεραίχμης Low diacritics: κρατεραίχμης Capitals: ΚΡΑΤΕΡΑΙΧΜΗΣ
Transliteration A: krateraíchmēs Transliteration B: krateraichmēs Transliteration C: krateraichmis Beta Code: kraterai/xmhs

English (LSJ)

κρατεραίχμου, Aeol., Dor. κρατεραίχμας, mighty with the spear (in form καρτ-), Pi.I.6(5).38.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
fort par sa lance.
Étymologie: κρατερός, αἰχμή.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτεραίχμης: -ου, κραταιὸς ἐν τῇ χρήσει τοῦ δόρατος, κῶδ. καρτεραίχμης, Πινδ. Ι. 6 (5) 55.

Greek Monolingual

κρατεραίχμης, αιολ. και δωρ. τ. κρατεραίχμας, ὁ (Α)
ο δυνατός ακοντιστής, ο κραταιός στο ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αἰχμή.

Greek Monotonic

κρᾰτεραίχμης: -ου (αἰχμή), δυνατός στο δόρυ, ποιητ. καρτ-, σε Πίνδ.

Middle Liddell

κρᾰτερ-αίχμης, ου, αἰχμή
mighty with the spear, poet. καρτ-, Pind.

German (Pape)

ὁ, s. καρτεραίχμης, und so die ähnlichen Zusammensetzungen.