Full diacritics: κρασπεδόομαι | Medium diacritics: κρασπεδόομαι | Low diacritics: κρασπεδόομαι | Capitals: ΚΡΑΣΠΕΔΟΟΜΑΙ |
Transliteration A: kraspedóomai | Transliteration B: kraspedoomai | Transliteration C: kraspedoomai | Beta Code: kraspedo/omai |
Pass.,
A to be bordered or edged, ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι E.Ion1423.
κρασπεδόομαι: Παθ., περιβάλλομαι ὡς ὑπὸ κρασπέδου, κεκρασπέδωται δ’ ὄφεσιν αἰγίδος τρόπον Εὐρ. Ἴων 1423.
κρασπεδόομαι: Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην άκρη, σε Ευρ.