παμμίαρος

Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A all-abominable, Ar.Pax183, Ra.466, LXX 4 Ma. 10.17 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 453] ganz unrein, gottlos, Ar. Ran. 466 u. öfter, u. Sp., auch im superl.

Greek (Liddell-Scott)

παμμίᾰρος: -ον, μιαρώτατος, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 183, Βάτρ. 466.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait scélérat, infâme.
Étymologie: πᾶν, μιαρός.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ παμμίαρος, -ον)
παρά πολύ μιαρός, μιαρότατος, αχρειότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μιαρός.

Greek Monotonic

παμμίᾰρος: -ον, εξολοκλήρου μιαρός, σε Αριστοφ.