εξολοκλήρου

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

και εξ ολοκλήρου (Μ ἐξ ὁλοκλήρου και ἐξολοκλήρου)
(ως επίρρ.) πλήρως, τελείως, χωρίς διαίρεση ή χωρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθετο εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ολοκλήρου].