εξολοκλήρου

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

και εξ ολοκλήρου (Μ ἐξ ὁλοκλήρου και ἐξολοκλήρου)
(ως επίρρ.) πλήρως, τελείως, χωρίς διαίρεση ή χωρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθετο εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ολοκλήρου].