μιαρός
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ά, όν, (μιαίνω)
A stained with blood, περὶ δ' αἷμα νένιπται, οὐδέ ποθι μιαρός Il.24.420.
2 defiled with blood, Κιθαιρών E.Ba.1384 (anap.); μιαραὶ ἡμέραι certain days in the month Anthesterion, on which expiatory libations (χοαί) were offered to the dead, Hsch.; at Rome, ἡμέρα μιαρά = dies nefastus, D.C.51.19; μιαρά, τά, actions resulting in ritual impurity, Berl.Sitzb.1927.157 (Cyrene).
3 generally, defiled, polluted, μιαρός καὶ ἄναγνος Antipho 2.1.10, cf. Pl.Lg.716e; of animals, unclean, ὗν δὲ Αἰγύπτιοι μιαρὸν ἥγηνται θηρίον εἶναι Hdt. 2.47; θάλασσα ὕδωρ μιαρώτατον Heraclit.61.
4 in moral sense, abominable, foul, ὦ μ. ἦθος S.Ant.746; repulsive to the moral sense, Arist.Po.1452b36, al.: freq. in Ar. as a term of reproach, blackguard, μιαρὰ κεφαλή Ach. 285, cf. 282; μιαρώτατος ib.182; μιαρὰ φωνή = coarse, brutal voice, Eq. 218, cf. S.Tr.987 (anap.); μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq.831; μ. τε καὶ ὀλιγαρχικούς Pl.R.562d. Adv. μιαρῶς Ar.Eq.800; οὕτω φανερῶς καὶ μιαρῶς D.21.69.
5 ὦ μιαρέ = you rogue, in a coaxing sense, Pl. Phdr.236e, al.
6 = μάχλος, γύναικες μιαρώταται Alc.39.
7 physically ugly, γυναῖκα ὀφθῆναι μ. X.Eph.3.12.
German (Pape)
[Seite 182] (μιαίνω), gefärbt, verunreinigt, besudelt; περὶ δ' αἷμα νένιπται, οὐδέ ποθι μιαρός, Il. 24, 419; übertr., mit Blutschuld befleckt, übh. verbrecherisch, ὦ μιαρὸν ἦθος, Soph. Ant. 742, ἡ δ' αὖ μιαρὰ βρύκει, von der Krankheit gesagt, die abscheuliche, Tr. 983; ὁ ξένος ὁ μιαρός, Eur. Cycl. 673; so auch μιαρὰ κεφαλή, Ar. Ach. 273, öfter; auch μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον, Equ. 828; τὸ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται, Plat. Rep. IX, 589 e; ὡς Σωκράτης τίς ἐστι μιαρώτατος καὶ διαφθείρει τοὺς νέους, Apol. 23 b; leichter, ὦ μιαρέ, du Schelm, Phaedr. 236 e u. sonst; ἄνθρωπος, Din. 1, 18; Xen. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
souillé de sang ; impur ; p. ext. mauvais sujet, canaille;
Cp. μιαρώτερος, Sp. μιαρώτατος.
Étymologie: R. Mι, souiller, > μιαίνω.
Russian (Dvoretsky)
μιᾰρός:
1 грязный, измаранный; περὶ δ᾽ αἷμα νένιπται οὐδέ ποθι μ. Hom. (убитый Гектор) омыт от крови и нигде не замаран;
2 обагренный кровью, запятнанный убийством (Пентея) (Κιθαιρών Eur.);
3 (ритуально), нечистый (θηρίον Her.);
4 порочный, нечестивый, преступный, гнусный (ἦτος Soph.): ὦ μιαρὰ κεφαλή! Arph. негодяй ты этакий!; ὦ μιαρέ! шутл. Plat. ах ты, плут!;
5 грубый, хамский (φωνή, μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μιᾰρός: -ά, -όν, (μιαίνω) κεκηλιδωμένος μὲ αἷμα, «λερωμένος», περὶ δ’ αἷμα νένιπται, οὐδέ ποθι μιαρὸς Ἰλ. Ω. 420. 2) μεμολυσμένος, μεμιασμένος δι’ αἵματος, Κιθαιρὼν Εὐρ. Βάκχ. 1384· μιαραὶ ἡμέραι τινὲς τοῦ Ἀνθεστηριῶνος, καθ’ ἃς προσεφέροντο ἐξιλαστικαὶ σπονδαὶ (χοαὶ) εἰς τοὺς νεκρούς, Ἡσύχ.· πρβλ. μίασμα. 3) καθόλου, μεμολυσμένος, ἀκάθαρτος, μ. καὶ ἄναγνος Ἀντιφῶν 116. 11, ἴδε ἰδίως Πλάτ. Νόμ. 716Α· ἐπὶ ζῴων, ἀκάθαρτος, ὗν δὲ Αἰγύπτιοι μιαρὸν ἥγηνται θηρίον εἶναι Ἡρόδ. 2. 47. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, βδελυρός, στυγερός, ἐναγής, Λατ. impurus, ὦ μ. ἦθος Σοφ. Ἀντ. 746, κτλ.· -ἀκολούθως, συχνάκις παρ’ Ἀριστοφ. ὡς ὀνειδισμός, ἄθλιος, κτηνώδης, ἐλεεινός, μ. κεφαλὴ Ἀχ. 285, πρβλ. 282· μιαρώτατος αὐτόθι 182· μ. φωνή, ἄξεστος, κτηνώδης φωνή, Ἱππ. 218, πρβλ. Σοφ. Τρ. 987· μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 831· μ. τε καὶ ὀλιγαρχικοὺς Πλάτ. Πολ. 562D· - ἐπίρρ. μιαρῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 800· οὕτω φανερῶς καὶ μ. Δημ. 537. 1. 5) ὦ μιαρέ, ἀχρεῖε, ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, Πλάτ. Φαῖδρ. 236Ε, κτλ. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.
English (Autenrieth)
stained (with blood), Il. 24.420†.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός -ά, -ον)
1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα
2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός
3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος
4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα σκούζοντας...·», Σολωμ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαρόν
ζώο βρόμικο, απεχθές και βλαβερό
μσν.-αρχ.
1. αποκρουστικός, αποτρόπαιος, απεχθής
2. ασελγής, ακόλαστος
αρχ.
1. άσχημος
2. (ως κλητ. προσφώνηση) ὦ μιαρέ (με θωπευτική έννοια) κατεργάρη
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μιαρά
ενέργειες οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μίανση τελετουργίας
4. φρ. α) «μιαραὶ ἡμέραι» — ημέρες του μήνα του αττικού ημερολογίου Ανθεστηριώνος, κατά τη διάρκεια τών οποίων προσφέρονταν εξιλαστήριες σπονδές στους νεκρούς
β) «ἡμέρα μιαρά»
(στη Ρώμη) αποφράδα ημέρα
γ) «φωνὴ μιαρά» — άξεστη, κτηνώδης φωνή (Ιπποκρ.): δ) «ὦ μιαρὰ κεφαλή» — αχρείε.
επίρρ...
μιαρώς και -ά (ΑΜ μιαρῶς) με μιαρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μιαίνω.
ΠΑΡ. μιαρία, μιαρότητα
μσν.
μιαρωσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μιαρόγλωσσος, μιαρολόγος, μιαρορρήμων, μιαροσιτία, μιαροτρώκτης, μιαρουργός
μσν.
μιαρογένης, μιαρόθρησκος, μιαρόκλωστος
νεοελλ.
μιαρολιθικός. (Β' συνθετικό) παμμίαρος
αρχ.
υπομίαρος].
Greek Monotonic
μιᾰρός: -ά, -όν (μιαίνω),
1. κηλιδωμένος με αίμα, σε Ομήρ. Ιλ.· μολυσμένος με αίμα από φόνο, σε Ευρ.
2. γενικά, ρυπαρός, μολυσμένος, βρώμικος, σε Ηρόδ.· με ηθική έννοια, σε Σοφ.· ως όρος για το ρυπαρό όνειδος, κτηνώδης, χυδαίος, αποκρουστικός, σε Αριστοφ.· μιαρὰ φωνή, άξεστη, κτηνώδης φωνή, στον ίδ.· επίρρ. μιαρῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
μιᾰρός, ή, όν μιαίνω
1. stained with blood, Il.: defiled with blood, Eur.
2. generally, defiled, polluted, unclean, Hdt.: in moral sense, Soph.; as a term of foul reproach, brutal, coarse, disgusting, Ar.; μ. φωνή a coarse, brutal voice, Ar.:—adv. μιαρῶς, Ar.
English (Woodhouse)
abominable, accursed, defiled, disgusting, horrible, impure, loathsome, polluted, squalid, loathesome
Mantoulidis Etymological
(=λερωμένος). Ἀπό τό μιαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
-όν infame, abominable de personas βαίνω γὰρ καταγγέλλων τὴν διαβολὴν τῆς μιαρᾶς καὶ ἀνοσίας pues voy anunciando la calumnia de fulana, la infame y sacrílega P IV 2475
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний