καταλγέω

Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A feel sore pain, S.Ph.368, Plb.3.80.4.

German (Pape)

[Seite 1359] heftigen Schmerz empfinden; Soph. Phil. 368; sp. Prosa, κατηλγηκώς Pol. 3, 80, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταλγέω: ὑποφέρω πολύ, αἰσθάνομαι ἰσχυρὸν πόνον, Σοφ. Φιλ. 368, Πολύβ. 3. 80, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pf. κατήλγηκα;
ressentir une vive douleur.
Étymologie: κατά, ἀλγέω.

Greek Monotonic

καταλγέω: μέλ. -ήσω, υποφέρω πολύ, νιώθω ισχυρό πόνο, σε Σοφ.