ἀλγέω
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
A fut. ἀλγήσω Od.12.27, (ἄλγος) feel pain, feel bodily pain, suffer, ἀλγήσας smarting with pain, Il.2.269, etc.; suffer, be ill, Hdt.4.68; more fully, ἀλγήσας ὀδύνῃσι Il.12.206: suffering part in acc., ἄλγησον ἧπαρ A.Eu. 135; τὰς γνάθους ἀλγήσετε Ar.Pax237; τὸν δάκτυλον Pl.R. 462d; τὰ ὄμματα ib.515e.
2 suffer hardship, ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε Od.l.c.
II feel pain of mind, grieve, ἀ. ψυχήν, φρένα, Hdt.3.43, E.Or.608, etc.; ἀ. τινί to be pained at a thing, Hdt.3.120, S.OC744, etc.; ἐπ' ἐξειργασμένοις Id.Aj.377, etc.; διά τι Hdt.4.68; περί τι or τινος, Th.2.65, E.Andr.240: c. gen., ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου A.Ag.571, cf. E.Hec.1256: c. acc., ἀλγῶ μὲν ἔργα A.Ch.1016; πρᾶξιν ἢν ἤλγησ' ἐγώ S.Aj.790: c. part., ἤλγησ' ἀκούσας Hdt.3.50, A.Pers. 844; ἀλγῶ κλύων S.Ph.86; ὁρῶν Eup.117.2: abs., τὸ ἀλγοῦν, opp. τὸ ἡδόμενον, Epicur.Sent.4.
III Pass., ὑποχόνδριον ἀλγούμενον Hp. Coac.273; τὸν ἀλγούμενον ὀδόντα Dsc.Eup.1.66.
Spanish (DGE)
I intr.
1 c. suj. de pers. sufrir, sentir dolor
a) en sent. fís. Il.2.269, 8.85, Hp.Prog.16, Meliss.B 7, Pl.Phlb.35e, Phld.Rh.2.10, LXX Ps.68.30, IG 42.126.22 (Epidauro II d.C.), D.C.60.16.6, Longus 1.12.1, c. part. concert. c. el suj. τὸ μὴ ἀλγεῖν μαστιγούμενον Luc.Vit.Auct.9
•c. instrum. int. ἀλγήσας ὀδύνῃσι Il.12.206
•c. ac. de rel. ἀ. τὸ σῶμα sentir el cuerpo dolorido Hp.Mul.1.38, τὴν ὀσφῦν Hp.Dieb.Iudic.8, τὰς γνάθους Ar.Pax 237, τὸν δάκτυλον Pl.R.462d, Aret.SD 2.12.5, τοὺς πόδας Arist.HA 595b14, τοὺς ὀφθαλμούς Aesop.57.3, τὴν κεφαλήν Hp.Nat.Mul.89, IG 42.126.27 (Epidauro II d.C.), cf. Theoc.3.52, τὴν δεξιάν Stud.Pal.20.128.19 (V d.C.)
•fig. sufrir en, sentir dolor de ἧπαρ A.Eu.135, ψυχήν Hdt.3.43, φρένα E.Or.608
•c. giro prep. τὸ ἀλγοῦν ἐν τῇ σαρκί op. τὸ ἡδόμενον Epicur.Sent.[5] 4;
b) en sent. emocional: sufrir, apesadumbrarse, penar c. dat. y giros prep. c. dat. κακορραφίῃ ἀλεγεινῇ Od.12.27, τῷ ὀνείδεϊ Hdt.3.120, εὐγενῶς δ' ἄλγει κακοῖς E.Tr.727, τοῖς αἰσχροῖς καὶ λόγοις καὶ ὀνείδεσιν D.25.93, ἐπ' ἐξειργασμένοις S.Ai.377, ἐπὶ τοῖς παροῦσιν S.El.333, ἐπὶ ταῖς συνθήκαις Isoc.6.96, ἐπὶ τῇ ἥττῃ D.C.Epit.8.4.1
•c. gen. y giros prep. c. gen. τύχης A.A.571, παιδός E.Hec.1256, cf. ἤλγουν ὡς λέοντος ἀρρώστου Babr.103.7, οὐκ ... Κύπριδος ἀλγήσεις πέρι; E.Andr.240, ὑπὲρ ... ἑνὸς ἀ. Men.Fr.335.9
•c. giros prep. de ac. περὶ τὰ οἰκεῖα ἕκαστος ἤλγει Th.2.65, κατὰ πᾶν ἤλγηκα AP 12.90
•c. part. concert. c. el suj. ἤλγησε ἀκούσας Hdt.3.50, A.Pers.844, ἀλγέω τὴν πολιτείαν ὁρῶν παρ' ἡμῖν Eup.384.2, ἀ. ἀναγκαζόμενοι Isoc.14.46
•c. adv. μή ... βαρέως ἄλγει λίαν Ar.Nu.716, μηδ' ὑπερμέτρως ἄλγει E.Fr.418, σφόδρ' ἀλγεῖς Men.Fr.792, ἐρωτικῶς ἤλγει POxy.472.13 (II d.C.)
•c. or.subor. (Κῦρος) ὡς δ' εἶδε τοὺς Πέρσας ἐκ τῆς χώρας ἐωσμένους, ἤλγησε X.Cyr.7.1.36.
2 c. suj. de la parte afectada doler αἱ σάρκες αὐτοῦ ἤλγησαν LXX Ib.14.22, οἱ σπόνδυλοι ἀλγέουσι Aret.SD 2.12.8.
II tr.
1 c. suj. de pers. sufrir c. ac. int. ἄλγημα Hp.Aff.15, ἄλγος δεινόν E.Ba.1260
•c. obj. externo sufrir, soportar dolorosamente, lamentar ἀλγῶ ... ἔργα καὶ πάθος γένος τε πᾶν A.Ch.1016, Αἴαντος ... πρᾶξις ἣν ἤλγησ' ἐγώ S.Ai.790, οὓς μὲν ἐν χερσὶν ἀπεκτείνατε, οὐχ ὁμοίως ἀλγοῦμεν, οὓς δὲ ... ζωγρήσαντες ... διεφθείρατε no deploramos tanto los que matasteis en la lucha cuerpo a cuerpo, como los que aniquilasteis habiéndoles hecho prisioneros Th.3.66.
2 c. sent. causativo producir dolor, part. doloroso κεφαλαλγίαι ἀλγοῦσαι Cyran.1.4.25
•v. med.-pas. c. suj. de órganos corporales estar dolorido, doler ὑποχόνδριον ἀλγούμενον Hp.Coac.273, ὀδούς ἀλγούμενος Dsc.Eup.1.66.1
•metáf. καπνὸν εἶδε ... ἀλγηθέντα vio el humo cargado de dolores, Orac.Sib.7.131.
German (Pape)
[Seite 90] (ἄλγος), Schmerz empfinden, Hom. viermal, Od. 12, 27 ἵνα μή τι ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε πῆμα παθόντες, Scholl. Aristonic. ὅτι συνέσταλκεν ἀντὶ τοῦ ἀλγήσητε; ἀλγήσας Versanfang Iliad. 2, 269. 8, 55. 12, 906, an der letzten Stelle ἀλγήσας ὀδύνῃσι, 8, 85 u. 12, 206 der aor. in der Bed. des Anfangens, der Schmerz traf ihn, er zuckte zusammen; 2, 269 ἀλγήσας nachdem der erste, heftigste Schmerz nachgelassen hatte; – krank sein Her. 4, 68; Xen. Cyr. 7, 1, 36; – oft mit dem acc., der den besondern Teil angiebt, an dem man Schmerz empfindet und leidet, τὸνδάκτυλον, τὰ ὄμματα, Plat. Rep. V, 462 d VII, 515 e, τὰς γνάθους Ar. P. 237, τοὺς πόδας Xen. Mem. 1, 6, 6, κεφαλάν Theocr. 3, 52; – geistig, bekümmert, betrübt sein, auch sich ärgern; absol. Soph. Phil. 795; mit dem partic. ἤλγησ' ἀκούσας Aesch. Pers. 830; Soph. O. C. 421 Trach. 1057; vgl. Plat. Conv. 178 d Phil. 47 c; mit dem acc., bes. der pronom., Aesch. Pers. 1002; Soph. πρᾶξιν, ἣν ἀλγῶ Ai. 777; Eur. Bacch. 1280, τόσον ἄλγος ἀλγεῖν 1213; συμφοράν Diod. S. 14, 112; mit dat. Aesch. Eum. 150; τοῖς σοῖς κακοῖς ἀλγῶ Soph. O. C. 748 El, 1192; Dem. 95, 98; ἐπί τινι Soph. El. 525 Ai. 370; Plat. Ax. 365 d; Dem. 18, 41; Gegensatz χαίρω Luc. D. mar. 14; ἔν τινι Soph. O. C. 768; c. gen. Aesch. Ag. 557 Eur. Hec. 1232; διά τι Her. 4, 68; Plat. Phil. 35 e; τινός, περί τινος, Eur. Andr. 239; περί τι Thuc. 2, 65.
French (Bailly abrégé)
ἀλγῶ :
f. ἀλγήσω, ao. ἤλγησα, pf. inus.
1 éprouver une douleur physique;
2 éprouver une douleur morale, être agité, troublé, peiné : ἀ. τινι, τι, τινος souffrir de qch ; avec un rég. de pers. τινος EUR s'affliger au sujet de qqn.
Étymologie: ἄλγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλγέω ἄλγος
1. fysiek pijn hebben of lijden:; ἀ. ὀδύνῃσι pijn lijden Il. 12.206; met acc. resp..; ἀ. τὸν δάκτυλον pijn hebben aan zijn vinger Plat. Resp. 462d; beproevingen of ellende doorstaan:. ἵνα μή... ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε opdat jullie geen ellende hoeven te doorstaan ter zee of op het land Od. 12.27.
2. mentaal pijn hebben, gegriefd zijn, verdriet hebben; met acc. resp..; ἀ. ψυχήν pijn hebben in de ziel Hdt. 3.43.2; met gen. van personen vanwege iem., om iem.:; παιδὸς... ἀλγεῖν verdriet hebben om mijn kind Eur. Hec. 1256; met dat. van zaken door iets = met acc. = met ἐπί + dat. = met διά + acc. = met περί + gen. = met περί + acc.; met ptc.. ἤλγησε ἀκούσας het deed hem pijn om te horen Hdt. 3.50.3.
Russian (Dvoretsky)
ἀλγέω:
1 чувствовать боль, страдать: ἀλγήσας ὀδύνῃσι Hom. терзаемый страданиями; ἀ. τὴν ψυχήν Her. страдать душой; τὸν δάκτυλον ἀλγῶ Plat., Theocr. у меня болит палец;
2 болеть, хворать: ἀ. διά τι Her. быть больным вследствие чего-л.; ἀ. τὰ ὄμματα Plat. страдать болезнью глаз;
3 огорчаться; скорбеть: σιωπῇ ἀ. περί τινος Eur. молча страдать от чего-л.; ἄ. τι и τινος Her., Trag.: сокрушаться о ком(чем)-л.; ἀλγῶ κλύων Soph. мне неприятно слушать; ἀλγήσας τῷ ὀνείδεϊ Her. больно задетый оскорблением; ἀ. ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις Soph. скорбеть о содеянном.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγέω: μέλλ. -ήσω, (ἄλγος) αἰσθάνομαι σωματικὸν πόνον, ὑποφέρω, ἀλγήσας, αἰσθανθεὶς δριμὺν πόνον, Ἰλ. Β. 269, κτλ. - ὑποφέρω, εἶμαι ἀσθενής, Ἡρόδ. 4. 68, καὶ πληρέστερον ἀλγήσας ὀδύνῃσι, Ἰλ. Μ. 206: τὸ ἀλγοῦν μέρος κατ’ αἰτιατ. ὡς ἄλγησον ἧπαρ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 135· τὰς γνάθους ἀλγήσετε, Ἀριστοφ. Εἰρ. 237· τὸν δάκτυλον, Πλάτ. Πολ. 462D· τὰ ὄμματα, αὐτόθι 515Ε. 2) ὑφίσταμαι κακοπαθείας, ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε, Ὀδ. Μ. 27. ΙΙ. αἰσθάνομαι πόνον ἐν τῇ ψυχῇ, ταράττομαι, θλίβομαι, ἀλγεῖν ψυχήν, φρένα, Ἡρόδ. 3. 43, Εὐρ. Ὀρ. 608, κτλ.: ἀλ. τινί, λυποῦμαι ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 3. 120, Σοφ. Ο. Κ. 744, κτλ.· ἐπί τινι, ὁ αὐτ. Αἴ. 377, κτλ.· διά τι, Ἡρόδ. 4, 68· περί τι ἢ περί τινος, Θουκ. 2. 65, Εὐρ. Ἀνδρ. 240, ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 571· πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1256: μετ’ αἰτιατ. ἀλγῶ μὲν ἔργα, Αἰσχύλ. Χο. 1016· πρᾶξιν ἣν ἤλγησ’ ἐγώ, Σοφ. Αἴ. 790· (ἴδε ἐν λ. χαίρω, ἥδομαι): μετὰ μετοχ., ἤλγησ’ ἀκούσας, Ἡρόδ. 3. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 844· ἀλγῶ κλύων, Σοφ. Φ. 86· ὁρῶν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 2. ΙΙΙ. μεταβ., προξενῶ πόνον, τὰ ἀλγοῦντα (ἀλγύνοντα;), Κλήμ. Ἀλ. 933.
English (Autenrieth)
(ἄλγος), aor. subj. ἀλγήσετε, part. ἀλγήσᾶς: feel pain, suffer; met., Od. 12.27.
Greek Monotonic
ἀλγέω: μέλ. -ήσω (ἄλγος),
I. 1. αισθάνομαι σωματικό πόνο, υποφέρω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· το μέρος που πάσχει σε αιτ.· ἀλγ. ἧπαρ, σε Αισχύλ.· τὸν δάκτυλον, τὰ ὄμματα, σε Πλάτ.
2. υφίσταμαι συμφορά, σε Ομήρ. Οδ.
II. νιώθω πόνο στην ψυχή, θλίβομαι, ταράζομαι ή βασανίζομαι, ἀλγεῖν ψυχήν, φρένα, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἀλγ. τινί, λυπάμαι για κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ.· ἐπί τινι, στον ίδ.· διά τι, σε Ηρόδ.· περί τι ή τινος, σε Θουκ.· με γεν., σε Αισχύλ.· με αιτ., ἀλγῶ μὲν ἔργα, στον ίδ.· με μτχ., ἤλγησ' ἀκούσας, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἄλγος
I. to feel bodily pain, suffer, Il., Hdt., etc.; the suffering part in acc., ἀλγ. ἧπαρ Aesch.; τὸν δάκτυλον, τὰ ὄμματα Plat.
2. to suffer hardship, Od.
II. to feel pain of mind, to grieve, be troubled or distressed, ἀλγεῖν ψυχήν, φρένα Hdt., Eur., etc.; ἀλγ. τινί to be pained at a thing, Hdt., Soph.; ἐπί τινι Soph.; διά τι Hdt.; περί τι or τινος Thuc.; c. gen., Aesch.; c. acc., ἀλγῶ μὲν ἔργα Aesch.; c. part., ἤλγησ' ἀκούσας Hdt.