ἀρχαιοτροπία
English (LSJ)
ἡ,
A old fashioned ways, Plu.Phoc.3.
German (Pape)
[Seite 364] ἡ, alterthümliche Sitte u. Lebensart, Plut. Phoc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοτροπία: ἡ, ἀρχαῖος τρόπος, ἀρχαῖον ἦθος, Πλουτ. Φωκ. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
simplicité des mœurs antiques.
Étymologie: ἀρχαιότροπος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
austeridad, primitivismo ἡ Κάτωνος ἀ. Plu.Phoc.3.
Greek Monolingual
ἀρχαιοτροπία, η (Α) αρχαιότροπος
τα αρχαία ήθη, ο παραδοσιακός τρόπος.