αρχαιότροπος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀρχαιότροπος, -ον)
ο αρχαϊκός, αυτός που ακολουθεί αρχαίους ή αρχαία υποδείγματα.