θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
-η, -ο (Α ἀρχαιότροπος, -ον)ο αρχαϊκός, αυτός που ακολουθεί αρχαίους ή αρχαία υποδείγματα.