ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
v. τρέφω.
ἐθρέφθην: Παθ. αορ. αʹ του τρέφω, Ενεργ. αορ. αʹ ἔθρεψα.