Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαιμότομος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
Sophocles, Antigone, 781

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égorgé, détaché de la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Greek Monolingual

λαιμότομος, -ον (Α)
αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά-τομος, υλό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].