πολυγονία

Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A fecundity, Pl.Prt.321b, Arist.HA580b27, 624a1, Ph.2.211.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, Fruchtbarkeit; Plat. Prot. 321 b; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγονία: ἡ, πολλὴ γονιμότης, τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande fécondité.
Étymologie: πολύγονος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύγονος
1. μεγάλη γονιμότητα
2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

πολυγονία: ἡ, παραγωγικότητα, εξαιρετική γονιμότητα, σε Πλάτ.