πολύγονος

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́γονος Medium diacritics: πολύγονος Low diacritics: πολύγονος Capitals: ΠΟΛΥΓΟΝΟΣ
Transliteration A: polýgonos Transliteration B: polygonos Transliteration C: polygonos Beta Code: polu/gonos

English (LSJ)

πολύγονον,
A producing much offspring, prolific, Hdt.3.108; γένος Hp.Aër.19, cf. A.Supp. 692 (lyr.); π. διχῶς, οἱ μὲν τῷ πολλάκις, οἱ δὲ τῷ πολλά Arist.HA558b26: Sup., Ph.1.519: metaph. c. gen., π. ἀρετῆς Id.2.399: abs., Lysis ap.Iamb.VP17.77: Comp., Thphr. CP 4.1.5.
II of the Nile, much-producing, fertilizing, Id.Fr.159 (Sup.), D.S.1.10:—Ep. πουλύγονος Opp.C.3.519.

German (Pape)

[Seite 661] viel erzeugend; βοτά, Aesch. Suppl. 673; von Tieren, Her. 3, 108, wie Arist. H. A. 5, 12; ζῷα, Pol. 34, 8, 4; φύσις, D. Hal. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très fécond, prolifique;
2 fécondant.
Étymologie: πολύς, γίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύγονος -ον [πολύς, γίγνομαι] zeer vruchtbaar, met veel nakomelingen.

Russian (Dvoretsky)

πολύγονος:
1 плодовитый, быстро размножающийся (ζῷα Her., Arst., Polyb.; βοτά Aesch.);
2 оплодотворяющий (Νεῖλος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύγονος: -ον, ὁ παράγων πολλὰ ὁμοῦ, ὁ ἐν τοκετῷ γεννῶν πολλὰ ὁμοῦ, γόνιμος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγόγονος, ἐπὶ ζῴων, Ἡρόδ. 3. 108, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 691, Ἀριστ., κλπ. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ Νείλου, ὁ παράγων πολλά, ὁ γονιμοποιῶν, ὁ ποιῶν τι εὔφορον, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 41Ε, Διόδ. 1. 10. ― Ἐπικ. πουλύγονος, Ὀππ. Κυν. 3. 518, Νικ. Ἀλεξιφ. 264.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύγονος, -ον, ΝΜΑ, και πολυγόνος, -ο Ν, και επικ. τ. πουλύγονος, Α
1. αυτός που γεννά πολλά τέκνα, πολλούς απογόνους
2. αυτός που γεννά πολλές φορές, που γεννά συχνά
3. γόνιμος
αρχ.
1. (για τον Νείλο) αυτός που γονιμοποιεί τα εδάφη («τοῦτον γὰρ [τὸν Νεῖλόν φασι] πολύγονον ὄντα καὶ τὰς τροφὰς αὐτοφυεῖς παρεχόμενον ῥαδίως ἐκτρέφειν τὰ ζωογονηθέντα», Θεόφρ.)
2. φρ. «πολύγονός τινος»
μτφ. αυτός που έχει μια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό («πολύγονος ἀρετῆς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ολιγόγονος].

Greek Monotonic

πολύγονος: -ον, αυτός που παράγει πολλά μαζί κατά τη γέννηση, γόνιμος, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

πολύ-γονος, ον,
producing many at a birth, prolific, Hdt., etc.