πολυμέρεια

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ἡ,

   A a consisting of many parts, Ph.1.506, Placit.5.26.4, Porph.Sent. 34.

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, das aus vielen Theilen Bestehen, Plut. plac. phil. 5, 26.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμέρεια: ἡ, τὸ ἐκ πολλῶν μερῶν συνεστηκέναι, Φίλων 1. 506, Πλούτ. 2. 910C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand nombre de parties.
Étymologie: πολύς, μέρος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πολυμερία, Μ πολυμερής
το να αποτελείται κάτι από πολλά μέρη
νεοελλ.
1. το να ασχολείται κανείς με πολλά
2. η επίδοση κάποιου σε πολλούς τομείς της γνώσης («πολυμέρεια μόρφωσης»)
3. χημ. α) η ιδιότητα του πολυμερούς
β) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην οργανική χημεία και χαρακτήριζε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων χημικών ενώσεων τών οποίων τα μοριακά βάρη συμβαίνει να είναι πολλαπλάσια του ίδιου αριθμού.