Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίδοση

From LSJ

Greek Monolingual

η (AM ἐπίδοσις) ἐπιδίδωμι
1. αύξηση, πρόοδος, προκοπή
2. αφοσίωση, προσήλωση («τοῖς μὲν οὖν ἀρχαίοις... πολλὴ ἐπίδοσις ἦν αὐτοῦ»)
3. παράδοση ενός πράγματος (ιδίως εγγράφου) στα χέρια κάποιου
4. αθλητική επιτυχία (ή βαθμολογική επιτυχία σε εξετάσεις) στον ανώτερο δυνατό βαθμό, ρεκόρ
αρχ.
1. αυθόρμητη εισφορά, δωρεά
2. επίδομα σε στρατιώτες
3. (για τα νεύρα του σώματος) χαλάρωση, κατάπτωση
4. ανταμοιβή, ανταπόδοση.