επίδοση
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
η (AM ἐπίδοσις) ἐπιδίδωμι
1. αύξηση, πρόοδος, προκοπή
2. αφοσίωση, προσήλωση («τοῖς μὲν οὖν ἀρχαίοις... πολλὴ ἐπίδοσις ἦν αὐτοῦ»)
3. παράδοση ενός πράγματος (ιδίως εγγράφου) στα χέρια κάποιου
4. αθλητική επιτυχία (ή βαθμολογική επιτυχία σε εξετάσεις) στον ανώτερο δυνατό βαθμό, ρεκόρ
αρχ.
1. αυθόρμητη εισφορά, δωρεά
2. επίδομα σε στρατιώτες
3. (για τα νεύρα του σώματος) χαλάρωση, κατάπτωση
4. ανταμοιβή, ανταπόδοση.