διαδύομαι

From LSJ
Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

French (Bailly abrégé)

f. διαδύσομαι, etc.
1 se glisser à travers : διὰ τείχους THC à travers un mur ; fig. se glisser, s’insinuer : διά τινος à travers qch;
2 s’esquiver, se dérober, échapper à, se soustraire à, acc..
Étymologie: διά, δύω.

Spanish (DGE)

I intr. introducirse, colarse, penetrar c. adv. o constr. local μῶν ὁ γέρων πῇ διαδύεται <αὖ>; Ar.V.396, ὁ ἥλιος ... δύναται διαδύεσθαι εἰς τὴν σάρκα Arist.Pr.967a25, del fuego διαδυόμενον εἰς τὸ ἔκκαυμα Thphr.Ign.73, de gusanos ὑφ' ὧν ἀναλίσκεται τὸ σῶμα διαδυομένων εἰς τὰ ἐντός Plu.Art.16, τὰ σώματα διαδυόμενα δι' αὐτῶν Alex.Aphr.Quaest.73.2
fig., sent. no fís. introducirse διὰ τούτων πάντων ἡ φιλία διαδυομένη X.Mem.2.6.22.
II tr.
1 introducirse en, penetrar τὰς βώλους Thphr.CP 5.13.7, ταύτην (ἁλυκότητα) Thphr.CP 2.5.4.
2 eludir, esquivar, rehuir ἡμᾶς Ar.V.282, Pl.Ly.216d, τὸν λόγον Pl.Sph.231c, τὰς λῃτουργίας Lys.21.12, abs. D.42.23.