Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
στρέψασκον: ἴδε στρέφω.
ao. itér. épq. de στρέφω.
see στρέφω.
στρέψασκον: Επικ. παρατ. του στρέφω.