ἔκνοος

Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, contr. ἔκνους, ουν,

   A senseless, ὑπὸ γήρως Plu.CG19.

German (Pape)

[Seite 770] ον, zsgzgn ἔκνους, unverständig, sinnlos, Plut. C. Graech. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ἄνους, ἀνόητος, ἄφρων, Λατ. amens, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 19.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. ἔκνους, -ουν Plu.CG 19, Sch.Gen.Il.13.395
que ha perdido la razón, enajenado ὑπὸ γήρως Plu.l.c., ἔκφρων ἐγένετο καὶ ἔ. ὁ ἡνίοχος Sch.Gen.Il.l.c.
inconsciente, irreflexivo ἦτορ Gr.Naz.M.37.1277A, c. gen. βροτέης ἔ. εὐπαθίης Gr.Naz.M.37.1319A.

Greek Monotonic

ἔκνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ανόητος, παράφρων, Λατ. amens, σε Πλούτ.